συρβάβυττα: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(40)
 
m (LSJ2 replacement)
 
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=συρβάβυττα
|Medium diacritics=συρβάβυττα
|Low diacritics=συρβάβυττα
|Capitals=ΣΥΡΒΑΒΥΤΤΑ
|Transliteration A=syrbábytta
|Transliteration B=syrbabytta
|Transliteration C=syrvavytta
|Beta Code=surba/butta
|Definition=[[topsy-turvy]], Ar. ''Fr.'' 866.
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> άνω [[κάτω]], άτακτα, ανάκατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό επίρρ., αβέβαιης ετυμολ., σχηματισμένο με α' συνθετικό τη λ. [[σύρβη]] / [[τύρβη]] «[[ταραχή]], [[θόρυβος]]», ενώ το β' συνθετικό συνδέεται πιθ. με το ρ. <i>βύω</i> «[[κλείνω]], [[ταπώνω]], [[φράζω]]» (<b>πρβλ.</b> τον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> <i>βύττος</i><br /><i>γυναικὸς [[αἰδοῖον]])].
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> άνω [[κάτω]], άτακτα, ανάκατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό επίρρ., αβέβαιης ετυμολ., σχηματισμένο με α' συνθετικό τη λ. [[σύρβη]] / [[τύρβη]] «[[ταραχή]], [[θόρυβος]]», ενώ το β' συνθετικό συνδέεται πιθ. με το ρ. <i>βύω</i> «[[κλείνω]], [[ταπώνω]], [[φράζω]]» (<b>πρβλ.</b> τον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> <i>βύττος</i><br /><i>γυναικὸς [[αἰδοῖον]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:05, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρβάβυττα Medium diacritics: συρβάβυττα Low diacritics: συρβάβυττα Capitals: ΣΥΡΒΑΒΥΤΤΑ
Transliteration A: syrbábytta Transliteration B: syrbabytta Transliteration C: syrvavytta Beta Code: surba/butta

English (LSJ)

topsy-turvy, Ar. Fr. 866.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. άνω κάτω, άτακτα, ανάκατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό επίρρ., αβέβαιης ετυμολ., σχηματισμένο με α' συνθετικό τη λ. σύρβη / τύρβη «ταραχή, θόρυβος», ενώ το β' συνθετικό συνδέεται πιθ. με το ρ. βύω «κλείνω, ταπώνω, φράζω» (πρβλ. τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. βύττος
γυναικὸς αἰδοῖον)].