νυκτιλάλος: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "ά˘" to "ᾰ́") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=νυκτῐ- | |mdlsjtxt=νυκτῐ-λᾰ́λος, ον,<br />[[nightly]]-[[sounding]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:15, 4 February 2021
English (LSJ)
[ᾰ], ον, A nightly-sounding, κιθάρη AP7.29 (Antip. Sid.).
Greek (Liddell-Scott)
νυκτῐλάλος: -ον, ὁ κατὰ τὴν νύκτα λαλῶν, ἠχῶν, κιθάρα Ἀνθ. Π. 7. 29.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui résonne la nuit.
Étymologie: νύξ, λαλέω.
Greek Monolingual
-ο (Α νυκτιλάλος, -ον)
αυτός που λαλεί ή ηχεί κατά τη νύχτα («νυκτιλάλος κιθάρη», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + λάλος (πρβλ. θρηνο-λάλος)].
Greek Monotonic
νυκτῐλάλος: [ᾰ], -ον, αυτός που λαλεί, ηχεί τη νύχτα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
νυκτῐλάλος: (ᾰ) лепечущий в ночную пору (κιθάρη Anth.).