συμβολιμαῖος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symvolimaios
|Transliteration C=symvolimaios
|Beta Code=sumbolimai=os
|Beta Code=sumbolimai=os
|Definition=α, ον,= [[συμβόλαιος]] (q.v.), Hsch.
|Definition=α, ον,= [[συμβόλαιος]] ([[quod vide|q.v.]]), Hsch.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:25, 5 February 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβολῐμαῖος Medium diacritics: συμβολιμαῖος Low diacritics: συμβολιμαίος Capitals: ΣΥΜΒΟΛΙΜΑΙΟΣ
Transliteration A: symbolimaîos Transliteration B: symbolimaios Transliteration C: symvolimaios Beta Code: sumbolimai=os

English (LSJ)

α, ον,= συμβόλαιος (q.v.), Hsch.

German (Pape)

[Seite 979] Vergleiche od. Contracte angehend, dazu gehörend, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

συμβολῐμαῖος: -α, -ον, = συμβόλαιος, Ἡσύχ. ἔνθα: ξυμβολ-. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 485.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) «συμβόλαιος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύμβολον + κατάλ. -ιμαῖος (πρβλ. επιστολ-ιμαῖος)].

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) «συμβόλαιος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύμβολον + κατάλ. -ιμαῖος (πρβλ. επιστολ-ιμαῖος)].