διαδρηπετεύω: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
m (Text replacement - "</orth></form>" to "") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=δι-επρήστευσε [a [[correction]] for διεπρήστευσε, [[which]] has no [[meaning]].]<br />to run off, go [[over]] to, Hdt. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:08, 11 February 2021
English (LSJ)
v. διαδρηστεύω.
Greek Monotonic
διαδρηστεύω ή διαδρηπετεύω: τρέπομαι σε φυγή, δραπετεύω, αυτομολώ, σε Ηρόδ.· διόρθωση για το δι-επρήστευσε, το οποίο δεν έχει νόημα.
Middle Liddell
δι-επρήστευσε [a correction for διεπρήστευσε, which has no meaning.]
to run off, go over to, Hdt.