νουμήνιος: Difference between revisions
ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων → o death, chastener of the foolish | ο death, warning to the arrogant
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "prov." to "prov.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nouminios | |Transliteration C=nouminios | ||
|Beta Code=noumh/nios | |Beta Code=noumh/nios | ||
|Definition=ον, Att. contr. for [[νεομήνιος]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[used at the new moon]], ἄρτοι <span class="bibl">Luc.<span class="title">Lex.</span>6</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> as Subst., perh. a kind of [[curlew]] : prov., <b class="b3">ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ ν</b>. 'birds of a feather flock together', <span class="bibl">D.L.9.114</span>.</span> | |Definition=ον, Att. contr. for [[νεομήνιος]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[used at the new moon]], ἄρτοι <span class="bibl">Luc.<span class="title">Lex.</span>6</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> as Subst., perh. a kind of [[curlew]] : [[proverb|prov.]], <b class="b3">ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ ν</b>. 'birds of a feather flock together', <span class="bibl">D.L.9.114</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:15, 13 March 2021
English (LSJ)
ον, Att. contr. for νεομήνιος, A used at the new moon, ἄρτοι Luc.Lex.6. II as Subst., perh. a kind of curlew : prov., ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ ν. 'birds of a feather flock together', D.L.9.114.
Greek (Liddell-Scott)
νουμήνιος: -ον, Ἀττ. συνηρ. ἀντὶ τοῦ νεομήνιος, ἐν χρήσει κατὰ τὴν νέαν σελήνην, ἄρτοι Λουκ. Λεξιφάν. 6. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., εἶδος πελαργοειδοῦς πτηνοῦ· - καθ’ Ἡσύχ.: «νουμήνιος· ὄρνεον ὅμοιον ἀτταγᾷ ὄν, ὁ καὶ τροχίλος»: παροιμ., ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ ν., «ὅμοιος ’ς τὸν ὅμοιον», Διογ. Λ. 9. 114.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de la nouvelle lune, du premier jour du mois.
Étymologie: νουμηνία.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α νουμήνιος, -ον)
1. αυτός που ανήκει στη νουμηνία ή αυτός που χρησιμοποιείται κατά την περίοδο της νουμηνίας («ἄρτοι μέν τοι ἦσαν σιφαῑοι,... ἄλλοι νουμήνιοι», Λουκ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ο νουμήνιος
είδος πτηνού που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια τών σκολοπακιδών
αρχ.
παροιμ. «συνῆλθεν ἀτταγᾱς καὶ νουμήνιος» — λέγεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι άνθρωποι συναναστρέφονται με άτομα του ίδιου χαρακτήρα με αυτούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τη λ. νουμηνία.
Russian (Dvoretsky)
νουμήνιος: II ὁ зоол. предполож. кроншнеп: ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ ν. погов. Timon ap. Diog. L. сошлись кулик с кроншнепом (о неустойчивой связи).
употребляемый в праздник новолуния (ἄρτοι Luc.).