ακατάστατος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
m (Text replacement - "πνεῡμα" to "πνεῦμα") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάστατος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, που δεν [[είναι]] [[σταθερός]], ο [[άστατος]]<br />«[[ακατάστατος]] [[καιρός]]», «ἀκατάστατον | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάστατος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, που δεν [[είναι]] [[σταθερός]], ο [[άστατος]]<br />«[[ακατάστατος]] [[καιρός]]», «ἀκατάστατον πνεῦμα» (<b>Δημοσθ.</b> 383.7)<br />«[[ἀκατάστατος]] [[πολιτεία]]» (Δίον. Αλ. 6, 74)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν αφήνει ή δεν έχει αφήσει [[ακόμη]] [[ίζημα]], [[κατακάθι]]<br />«[[ακατάστατος]] [[μούστος]]», «ἀκατάστατον [[οὖρον]]» (Ιπποκρ. Προρ. 1, 32)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όποιος δεν έχει [[τάξη]], ο [[ανοικοκύρευτος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που μετακινείται [[συνεχώς]] από το ένα [[μέρος]] στο [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[άστατος]], ο [[ανήσυχος]]<br />«δῆμός ἐστιν ἀσταθμητότατον... [[ὥσπερ]] θάλαττ' ἀκατάστατον» (<b>Δημοσθ.</b> 383, 6)<br /><b>2.</b> [[ασταθής]], [[ανάξιος]] εμπιστοσύνης<br />«ἀνὴρ [[δίψυχος]], [[ἀκατάστατος]] ἐν πάσαις ταῑς ὁδοῑς αὐτού» (ΚΔ Επιστ. Ιακ. 1, 8).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[καθίστημι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακαταστασία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἀκαταστατῶ</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:16, 25 March 2021
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκατάστατος, -ον)
1. αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, που δεν είναι σταθερός, ο άστατος
«ακατάστατος καιρός», «ἀκατάστατον πνεῦμα» (Δημοσθ. 383.7)
«ἀκατάστατος πολιτεία» (Δίον. Αλ. 6, 74)
2. αυτός που δεν αφήνει ή δεν έχει αφήσει ακόμη ίζημα, κατακάθι
«ακατάστατος μούστος», «ἀκατάστατον οὖρον» (Ιπποκρ. Προρ. 1, 32)
νεοελλ.
1. όποιος δεν έχει τάξη, ο ανοικοκύρευτος
2. εκείνος που μετακινείται συνεχώς από το ένα μέρος στο άλλο
αρχ.
1. ο άστατος, ο ανήσυχος
«δῆμός ἐστιν ἀσταθμητότατον... ὥσπερ θάλαττ' ἀκατάστατον» (Δημοσθ. 383, 6)
2. ασταθής, ανάξιος εμπιστοσύνης
«ἀνὴρ δίψυχος, ἀκατάστατος ἐν πάσαις ταῑς ὁδοῑς αὐτού» (ΚΔ Επιστ. Ιακ. 1, 8).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + καθίστημι.
ΠΑΡ. ακαταστασία
αρχ.
ἀκαταστατῶ].