ενιδρύω: Difference between revisions
From LSJ
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
(12) |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐνιδρύω]])<br />[[ιδρύω]] σ' έναν [[τόπο]], [[εγκαθιδρύω]], [[τοποθετώ]] [[μέσα]], [[θεμελιώνω]] («τὸν θεὸν ἐδεξάμην τε καὶ ἐνίδρυσα τῇ ψυχῇ», Θεμίστ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[εγκαθιστώ]] («τὸν Θεοδόσιον Ἀρκάδιον ἐνίδρυσε | |mltxt=(AM [[ἐνιδρύω]])<br />[[ιδρύω]] σ' έναν [[τόπο]], [[εγκαθιδρύω]], [[τοποθετώ]] [[μέσα]], [[θεμελιώνω]] («τὸν θεὸν ἐδεξάμην τε καὶ ἐνίδρυσα τῇ ψυχῇ», Θεμίστ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[εγκαθιστώ]] («τὸν Θεοδόσιον Ἀρκάδιον ἐνίδρυσε τοῖς βασιλείοις θρόνοις», Μανασσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>ενιδρύομαι</i><br />[[χτίζω]], [[θεμελιώνω]], [[οικοδομώ]] για τον εαυτό μου<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> α) [[φοιτώ]], [[συχνάζω]]<br />β) έχω ιδρυθεί [[μέσα]] σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> εγκαθίσταμαι. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:10, 25 March 2021
Greek Monolingual
(AM ἐνιδρύω)
ιδρύω σ' έναν τόπο, εγκαθιδρύω, τοποθετώ μέσα, θεμελιώνω («τὸν θεὸν ἐδεξάμην τε καὶ ἐνίδρυσα τῇ ψυχῇ», Θεμίστ.)
μσν.
εγκαθιστώ («τὸν Θεοδόσιον Ἀρκάδιον ἐνίδρυσε τοῖς βασιλείοις θρόνοις», Μανασσ.)
αρχ.
1. μέσ. ενιδρύομαι
χτίζω, θεμελιώνω, οικοδομώ για τον εαυτό μου
2. παθ. α) φοιτώ, συχνάζω
β) έχω ιδρυθεί μέσα σε κάτι
3. (αμτβ.) εγκαθίσταμαι.