φώριον: Difference between revisions
From LSJ
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, ΜΑ [[φώρ]]<br />[[απόδειξη]] ένοχης πράξης, [[τεκμήριο]] ενοχής («τὰ φώρια | |mltxt=τὸ, ΜΑ [[φώρ]]<br />[[απόδειξη]] ένοχης πράξης, [[τεκμήριο]] ενοχής («τὰ φώρια τοῦ ἀδικήματος», Θεμίστ.). | ||
}} | }} |
Revision as of 18:50, 25 March 2021
English (LSJ)
τό, (A φωρά 11) damning evidence, J.AJ15.3.9, Lib. Decl.49.69; τὰ φ. τοῦ ἀδικήματος Them.Or.26.314a.
German (Pape)
[Seite 1323] τό, der Diebstahl, neutr. vom Folgdn; Sp.; τὰ φώρια ἔχειν Luc. Herm. 38; Tox. 28.
Greek (Liddell-Scott)
φώριον: τό, (φωρὰ ΙΙ) ἀπόδειξις πειστικὴ ἐνοχῆς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 3, 9.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ φώρ
απόδειξη ένοχης πράξης, τεκμήριο ενοχής («τὰ φώρια τοῦ ἀδικήματος», Θεμίστ.).