χείριξις: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ίξεως, ἡ, Α [[χειρίζω]]<br /><b>1.</b> [[χειρουργική]] [[επέμβαση]]<br /><b>2.</b> [[διαχείριση]] («... εἰς τὴν χείριξιν | |mltxt=-ίξεως, ἡ, Α [[χειρίζω]]<br /><b>1.</b> [[χειρουργική]] [[επέμβαση]]<br /><b>2.</b> [[διαχείριση]] («... εἰς τὴν χείριξιν τοῦ ἀργυρίου», <b>επιγρ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 18:50, 25 March 2021
English (LSJ)
λος, ἡ, A = χειρισμός 1, Hp.Fract.7. II administration, τοῦ ἀργυρίου IG9(1).694.66 (Corc., ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1345] ἡ, wundärztliche Operation, Hippocr. – Uebh. = χείρισις, ἀργυρίου Inscr. 1845 a.
Greek (Liddell-Scott)
χείριξις: ἡ, = χειρισμὸς Ι, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 756. ΙΙ. διαχείρισις, διοίκησις, τοῖς αἱρεθεῖσι εἰς τὴν χείριξιν τοῦ ἀργυρίου Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 66.
Greek Monolingual
-ίξεως, ἡ, Α χειρίζω
1. χειρουργική επέμβαση
2. διαχείριση («... εἰς τὴν χείριξιν τοῦ ἀργυρίου», επιγρ.).