κλονώ: Difference between revisions

From LSJ

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103
(20)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM κλονῶ, -έω) [[κλόνος]]<br />[[ταράζω]], [[προκαλώ]] [[απώλεια]] σταθερότητας, [[κλονίζω]] (α. «ψάμαθοι κύμασιν ριπαῖς τ' ἀνέμων κλονέονται», <b>Πίνδ.</b><br />β. «[[πάθη]] κλονεῖν τὴν ψυχήν», Φίλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προκαλώ]] σε κάποιον [[σύγχυση]] ή [[τρέπω]] σε [[φυγή]] («Ἕκτορα δ' ἀσπερχὲς κλονέων ἔφεπ' [[ὠκὺς]] [[Ἀχιλλεύς]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>κλονοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />α) [[τρέχω]] ορμητικά, [[ορμώ]] («τοὺς γὰρ ἀνώγειν σφοὺς ἵππους ἔχεμεν, [[μηδὲ]] κλονέεσθαι ὁμίλῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) ανατινάσσομαι, [[χοροπηδώ]]<br />γ) (για μέλισσες) [[δημιουργώ]] [[σμήνος]].
|mltxt=(AM κλονῶ, -έω) [[κλόνος]]<br />[[ταράζω]], [[προκαλώ]] [[απώλεια]] σταθερότητας, [[κλονίζω]] (α. «ψάμαθοι κύμασιν ριπαῖς τ' ἀνέμων κλονέονται», <b>Πίνδ.</b><br />β. «[[πάθη]] κλονεῖν τὴν ψυχήν», Φίλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προκαλώ]] σε κάποιον [[σύγχυση]] ή [[τρέπω]] σε [[φυγή]] («Ἕκτορα δ' ἀσπερχὲς κλονέων ἔφεπ' [[ὠκὺς]] [[Ἀχιλλεύς]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>κλονοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />α) [[τρέχω]] ορμητικά, [[ορμώ]] («τοὺς γὰρ ἀνώγειν σφοὺς ἵππους ἔχεμεν, [[μηδὲ]] κλονέεσθαι ὁμίλῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) ανατινάσσομαι, [[χοροπηδώ]]<br />γ) (για μέλισσες) [[δημιουργώ]] [[σμήνος]].
}}
}}

Latest revision as of 16:30, 26 March 2021

Greek Monolingual

(AM κλονῶ, -έω) κλόνος
ταράζω, προκαλώ απώλεια σταθερότητας, κλονίζω (α. «ψάμαθοι κύμασιν ριπαῖς τ' ἀνέμων κλονέονται», Πίνδ.
β. «πάθη κλονεῖν τὴν ψυχήν», Φίλ.)
αρχ.
1. προκαλώ σε κάποιον σύγχυση ή τρέπω σε φυγή («Ἕκτορα δ' ἀσπερχὲς κλονέων ἔφεπ' ὠκὺς Ἀχιλλεύς», Ομ. Ιλ.)
2. μέσ. κλονοῦμαι, -έομαι
α) τρέχω ορμητικά, ορμώ («τοὺς γὰρ ἀνώγειν σφοὺς ἵππους ἔχεμεν, μηδὲ κλονέεσθαι ὁμίλῳ», Ομ. Ιλ.)
β) ανατινάσσομαι, χοροπηδώ
γ) (για μέλισσες) δημιουργώ σμήνος.