σωματώ: Difference between revisions
From LSJ
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
m (Text replacement - "οῡσθαι" to "οῦσθαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-όω, ΜΑ [[σῶμα]], <i>σώματος</i>]<br /><b>1.</b> [[προσδίδω]] σωματική [[υπόσταση]], υλική [[φύση]] σε [[κάτι]], [[ενσαρκώνω]] («ὁ Λόγος ἑαυτὸν ἐσωμάτωσε», Καισ. Ναζ.)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>σωματοῦμαι</i> -<i>όομαι</i><br />[[γίνομαι]] στερεότερος, υλικότερος (α. «ὀποὶ σωματωθέντες», Θεόφρ.<br />β. «τὸν ἀέρα | |mltxt=-όω, ΜΑ [[σῶμα]], <i>σώματος</i>]<br /><b>1.</b> [[προσδίδω]] σωματική [[υπόσταση]], υλική [[φύση]] σε [[κάτι]], [[ενσαρκώνω]] («ὁ Λόγος ἑαυτὸν ἐσωμάτωσε», Καισ. Ναζ.)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>σωματοῦμαι</i> -<i>όομαι</i><br />[[γίνομαι]] στερεότερος, υλικότερος (α. «ὀποὶ σωματωθέντες», Θεόφρ.<br />β. «τὸν ἀέρα σωματοῦσθαι», <b>Αριστοτ.</b>). | ||
}} | }} |