καθυπερτερώ: Difference between revisions
From LSJ
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
(18) |
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM καθυπερτερῶ, -έω) [[καθυπέρτερος]]<br />(επιτατ. του [[υπερτερώ]])<br />[[υπερέχω]], [[υπερτερώ]] κάποιου («ἡδονῶν καὶ πόνων | |mltxt=(AM καθυπερτερῶ, -έω) [[καθυπέρτερος]]<br />(επιτατ. του [[υπερτερώ]])<br />[[υπερέχω]], [[υπερτερώ]] κάποιου («ἡδονῶν καὶ πόνων καθυπερτερεῖν ἔξεστιν», Μάρκ. Αυρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />(για αστέρες ή αστερισμούς) βρίσκομαι σε υψηλό [[σημείο]], [[ανέρχομαι]] πολύ [[ψηλά]]. | ||
}} | }} |