ολέθριος: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
(28)
 
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (ΑΝ [[ὀλέθριος]], -ον, Α θηλ. και ὀλεθρία) [[όλεθρος]]<br />αυτός που επιφέρει όλεθρο, αφανισμό, [[καταστροφή]], ο [[καταστρεπτικός]] («οἵ πάντες ὀλέθριον ἧμαρ [[ἐπέσπον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) αυτός που κινδυνεύει να πεθάνει, ο [[ετοιμοθάνατος]]<br />β) [[χαμένος]], κατεστραμμένος, αφανισμένος, [[άτυχος]] («τάλαιν' ὀλεθρία<br />τίνι τρόπῳ θανεῑν σφε φής;», <b>Σοφ.</b>)<br />γ) [[μηδαμινός]], [[άθλιος]], [[φαύλος]], [[τιποτένιος]]<br /><b>2.</b> (η αιτ. εν. του αρσ. ως επίρρ.) <i>ὀλέθριον</i><br />με ολέθριο, μοιραίο, καταστρεπτικό τρόπο («ἀλλὰ μ' ἁ... [[θεός]] ὀλέθριον αἰκίζει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ὀλέθριον [[ἦμαρ]]» — η [[ημέρα]] της καταστροφής<br />β) «[[ψῆφος]] ὀλέθρια» — [[ψήφος]] θανάτου, θανατική<br />γ) (με γεν.) «γάμοι ὀλέθριοι [[φίλων]]» — γάμοι που επιφέρουν όλεθρο στους φίλους του<br />δ) (με δοτ. ως ουσ.) «ψύλλοις ὀλέθριον» — [[ονομασία]] υγρού<br />ε) «[[ἔξοδος]] ὀλεθρία» — [[έξοδος]] που οδηγεί στην [[καταστροφή]], που φέρνει τον όλεθρο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ολεθρίως</i> και -<i>α</i> (Α ὀλεθρίως)<br />με ολέθριο, μοιραίο, καταστρεπτικό τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ὀλεθρίως ἔχω» — [[κινδυνεύω]] να πεθάνω, βρίσκομαι σε κίνδυνο θανάτου.
|mltxt=-α, -ο (ΑΝ [[ὀλέθριος]], -ον, Α θηλ. και ὀλεθρία) [[όλεθρος]]<br />αυτός που επιφέρει όλεθρο, αφανισμό, [[καταστροφή]], ο [[καταστρεπτικός]] («οἵ πάντες ὀλέθριον ἧμαρ [[ἐπέσπον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) αυτός που κινδυνεύει να πεθάνει, ο [[ετοιμοθάνατος]]<br />β) [[χαμένος]], κατεστραμμένος, αφανισμένος, [[άτυχος]] («τάλαιν' ὀλεθρία<br />τίνι τρόπῳ θανεῖν σφε φής;», <b>Σοφ.</b>)<br />γ) [[μηδαμινός]], [[άθλιος]], [[φαύλος]], [[τιποτένιος]]<br /><b>2.</b> (η αιτ. εν. του αρσ. ως επίρρ.) <i>ὀλέθριον</i><br />με ολέθριο, μοιραίο, καταστρεπτικό τρόπο («ἀλλὰ μ' ἁ... [[θεός]] ὀλέθριον αἰκίζει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ὀλέθριον [[ἦμαρ]]» — η [[ημέρα]] της καταστροφής<br />β) «[[ψῆφος]] ὀλέθρια» — [[ψήφος]] θανάτου, θανατική<br />γ) (με γεν.) «γάμοι ὀλέθριοι [[φίλων]]» — γάμοι που επιφέρουν όλεθρο στους φίλους του<br />δ) (με δοτ. ως ουσ.) «ψύλλοις ὀλέθριον» — [[ονομασία]] υγρού<br />ε) «[[ἔξοδος]] ὀλεθρία» — [[έξοδος]] που οδηγεί στην [[καταστροφή]], που φέρνει τον όλεθρο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ολεθρίως</i> και -<i>α</i> (Α ὀλεθρίως)<br />με ολέθριο, μοιραίο, καταστρεπτικό τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ὀλεθρίως ἔχω» — [[κινδυνεύω]] να πεθάνω, βρίσκομαι σε κίνδυνο θανάτου.
}}
}}

Latest revision as of 20:20, 26 March 2021

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΝ ὀλέθριος, -ον, Α θηλ. και ὀλεθρία) όλεθρος
αυτός που επιφέρει όλεθρο, αφανισμό, καταστροφή, ο καταστρεπτικός («οἵ πάντες ὀλέθριον ἧμαρ ἐπέσπον», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. (για πρόσ.) α) αυτός που κινδυνεύει να πεθάνει, ο ετοιμοθάνατος
β) χαμένος, κατεστραμμένος, αφανισμένος, άτυχος («τάλαιν' ὀλεθρία
τίνι τρόπῳ θανεῖν σφε φής;», Σοφ.)
γ) μηδαμινός, άθλιος, φαύλος, τιποτένιος
2. (η αιτ. εν. του αρσ. ως επίρρ.) ὀλέθριον
με ολέθριο, μοιραίο, καταστρεπτικό τρόπο («ἀλλὰ μ' ἁ... θεός ὀλέθριον αἰκίζει», Σοφ.)
3. φρ. α) «ὀλέθριον ἦμαρ» — η ημέρα της καταστροφής
β) «ψῆφος ὀλέθρια» — ψήφος θανάτου, θανατική
γ) (με γεν.) «γάμοι ὀλέθριοι φίλων» — γάμοι που επιφέρουν όλεθρο στους φίλους του
δ) (με δοτ. ως ουσ.) «ψύλλοις ὀλέθριον» — ονομασία υγρού
ε) «ἔξοδος ὀλεθρία» — έξοδος που οδηγεί στην καταστροφή, που φέρνει τον όλεθρο.
επίρρ...
ολεθρίως και -α (Α ὀλεθρίως)
με ολέθριο, μοιραίο, καταστρεπτικό τρόπο
αρχ.
φρ. «ὀλεθρίως ἔχω» — κινδυνεύω να πεθάνω, βρίσκομαι σε κίνδυνο θανάτου.