κοτυληδόνα: Difference between revisions
Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
(21) |
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑM [[κοτυληδών]], -όνος)<br />το [[κοίλο]] απομυζητικό [[φυμάτιο]] διαφόρων σπονδυλωτών και ασπόνδυλων ζώων με το οποίο αυτά συγκρατούνται σε διάφορα αντικείμενα και συλλαμβάνουν τη [[λεία]] τους, η [[κοτύλη]], η βυζάχτρα, η [[βεντούζα]] («ἐπὶ δὲ τῶν ποδῶν αἱ κοτυληδόνες ἅπασίν εἰσιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> το πρώτο ή τα [[πρώτα]] φύλλα του νεαρού φυταρίου, η [[κοτύλη]]<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> καθεμιά από τις 25 έως 30 λειτουργικές μονάδες που αποτελούν τον πλακούντα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[κοίλο]] [[πράγμα]]<br /><b>2.</b> [[κοιλότητα]] («ἐκθλίψαντα | |mltxt=η (ΑM [[κοτυληδών]], -όνος)<br />το [[κοίλο]] απομυζητικό [[φυμάτιο]] διαφόρων σπονδυλωτών και ασπόνδυλων ζώων με το οποίο αυτά συγκρατούνται σε διάφορα αντικείμενα και συλλαμβάνουν τη [[λεία]] τους, η [[κοτύλη]], η βυζάχτρα, η [[βεντούζα]] («ἐπὶ δὲ τῶν ποδῶν αἱ κοτυληδόνες ἅπασίν εἰσιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> το πρώτο ή τα [[πρώτα]] φύλλα του νεαρού φυταρίου, η [[κοτύλη]]<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> καθεμιά από τις 25 έως 30 λειτουργικές μονάδες που αποτελούν τον πλακούντα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[κοίλο]] [[πράγμα]]<br /><b>2.</b> [[κοιλότητα]] («ἐκθλίψαντα πορεῖν κυάθου [[κοτυληδόνα]] πλήρη», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>3.</b> η [[κλείδωση]] («τὸ δέ, ἐν ᾧ στρέφεται ὁ [[μηρός]], [[κοτυληδών]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> ο [[μεταξύ]] εμβρύου και μητέρας [[αγγειακός]] [[σύνδεσμος]]<br /><b>5.</b> [[είδος]] φυτού, η ομφαλοβοτάνη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοτύλη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>δών</i>, -<i>δόνος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αλγη</i>-<i>δών</i>, <i>μυρμη</i>-<i>δών</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:30, 26 March 2021
Greek Monolingual
η (ΑM κοτυληδών, -όνος)
το κοίλο απομυζητικό φυμάτιο διαφόρων σπονδυλωτών και ασπόνδυλων ζώων με το οποίο αυτά συγκρατούνται σε διάφορα αντικείμενα και συλλαμβάνουν τη λεία τους, η κοτύλη, η βυζάχτρα, η βεντούζα («ἐπὶ δὲ τῶν ποδῶν αἱ κοτυληδόνες ἅπασίν εἰσιν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. βοτ. το πρώτο ή τα πρώτα φύλλα του νεαρού φυταρίου, η κοτύλη
2. ανατ. καθεμιά από τις 25 έως 30 λειτουργικές μονάδες που αποτελούν τον πλακούντα
αρχ.
1. κάθε κοίλο πράγμα
2. κοιλότητα («ἐκθλίψαντα πορεῖν κυάθου κοτυληδόνα πλήρη», Νίκ.)
3. η κλείδωση («τὸ δέ, ἐν ᾧ στρέφεται ὁ μηρός, κοτυληδών», Αριστοτ.)
4. ο μεταξύ εμβρύου και μητέρας αγγειακός σύνδεσμος
5. είδος φυτού, η ομφαλοβοτάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοτύλη + επίθημα -δών, -δόνος (πρβλ. αλγη-δών, μυρμη-δών)].