ορθόφρων: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
(29)
 
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον (ΑΜ [[ὀρθόφρων]], -ον)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που σκέπτεται λογικά, [[συνετός]], [[σώφρων]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ορθόδοξος]]<br /><b>αρχ.</b><br />([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «ἀνατεταμένος καὶ [[μετέωρος]] ταῑς φρεσίν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>φρων</i>].
|mltxt=-ον (ΑΜ [[ὀρθόφρων]], -ον)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που σκέπτεται λογικά, [[συνετός]], [[σώφρων]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ορθόδοξος]]<br /><b>αρχ.</b><br />([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «ἀνατεταμένος καὶ [[μετέωρος]] ταῖς φρεσίν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>φρων</i>].
}}
}}

Latest revision as of 08:55, 27 March 2021

Greek Monolingual

-ον (ΑΜ ὀρθόφρων, -ον)
νεοελλ.-μσν.
αυτός που σκέπτεται λογικά, συνετός, σώφρων
μσν.
ορθόδοξος
αρχ.
(κατά τον Φώτ.) «ἀνατεταμένος καὶ μετέωρος ταῖς φρεσίν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].