συσσύρω: Difference between revisions

From LSJ

ο φίλος τον φίλον εν πόνοις και κινδύνοις ου λείπει → a friend does not abandon his friend in difficulties and in danger, a friend in need is a friend indeed

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[σύρω]]<br /><b>1.</b> [[σαρώνω]] [[μαζί]], [[συσσωρεύω]] («Μένανδρος συσσύρας τὸν τοσούτων ὀνομάτων συρφετόν», Φρύν.)<br /><b>2.</b> [[τραβώ]] εδώ κι [[εκεί]] («ταῑς βεβήλοις χερσὶ συσσύρων ἀπεδίδου», ΠΔ).
|mltxt=Α [[σύρω]]<br /><b>1.</b> [[σαρώνω]] [[μαζί]], [[συσσωρεύω]] («Μένανδρος συσσύρας τὸν τοσούτων ὀνομάτων συρφετόν», Φρύν.)<br /><b>2.</b> [[τραβώ]] εδώ κι [[εκεί]] («ταῖς βεβήλοις χερσὶ συσσύρων ἀπεδίδου», ΠΔ).
}}
}}

Revision as of 08:55, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσσύρω Medium diacritics: συσσύρω Low diacritics: συσσύρω Capitals: ΣΥΣΣΥΡΩ
Transliteration A: syssýrō Transliteration B: syssyrō Transliteration C: syssyro Beta Code: sussu/rw

English (LSJ)

[ῡ], A pull about, LXX 2 Ma.5.16; sweep together, ὀνομάτων συρφετόν Phryn.400. 2 sweep along with one, τοὺς ἀκούοντας, of Carneades compared to a torrent, Numen. ap. Eus.PE14.8.

Greek (Liddell-Scott)

συσσύρω: [ῡ], σύρω ὁμοῦ, συσσωρεύω, Ἑβδ. (Μακκ. Β΄ κεφ. Ε΄, 16), Φρύν. 433.

Greek Monolingual

Α σύρω
1. σαρώνω μαζί, συσσωρεύω («Μένανδρος συσσύρας τὸν τοσούτων ὀνομάτων συρφετόν», Φρύν.)
2. τραβώ εδώ κι εκεί («ταῖς βεβήλοις χερσὶ συσσύρων ἀπεδίδου», ΠΔ).