στοχαστής: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "νοῡς " to "νοῦς ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[στοχάζομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />σκεπτόμενος [[άνθρωπος]], αυτός που εξετάζει προσεκτικά τα μεγάλα θέματα της ζωής και της ιστορίας, [[διανοητής]]<br />(μσν.-αρχ.)<br /><b>1.</b> αυτός που εικάζει, που προβλέπει [[κάτι]], [[οξυδερκής]] (α. «στοχαστὴς τῶν μελλόντων», <b>Ιώσ.</b><br />β. «τῶν πιθανῶν καὶ εἰκότων ἀλλ' οὐχὶ τῆς ἀκραιφνοῡς ἀληθείας [[στοχαστής]]», Φίλ.)<br /><b>2.</b> αυτός που αναζητεί και διακηρύσσει την [[αλήθεια]] («ἀρθῆναι ἀπ' αὐτῶν προφήτην καὶ στοχαστήν», Βασ.).
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[στοχάζομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />σκεπτόμενος [[άνθρωπος]], αυτός που εξετάζει προσεκτικά τα μεγάλα θέματα της ζωής και της ιστορίας, [[διανοητής]]<br />(μσν.-αρχ.)<br /><b>1.</b> αυτός που εικάζει, που προβλέπει [[κάτι]], [[οξυδερκής]] (α. «στοχαστὴς τῶν μελλόντων», <b>Ιώσ.</b><br />β. «τῶν πιθανῶν καὶ εἰκότων ἀλλ' οὐχὶ τῆς ἀκραιφνοῦς ἀληθείας [[στοχαστής]]», Φίλ.)<br /><b>2.</b> αυτός που αναζητεί και διακηρύσσει την [[αλήθεια]] («ἀρθῆναι ἀπ' αὐτῶν προφήτην καὶ στοχαστήν», Βασ.).
}}
}}

Revision as of 09:00, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στοχαστής Medium diacritics: στοχαστής Low diacritics: στοχαστής Capitals: ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ
Transliteration A: stochastḗs Transliteration B: stochastēs Transliteration C: stochastis Beta Code: stoxasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A diviner, LXX Is.3.2; τῶν μελλόντων J.BJ4.4.6. 2 one who aims at, τῶν πιθανῶν καὶ εἰκότων, ἀλλ' οὐχὶ τῆς ἀκραιφνοῦς ἀληθείας Ph.1.10.

German (Pape)

[Seite 949] ὁ, der Zielende, Erzielende, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στοχαστής: -οῦ, ὁ, ὁ εἰκάζων, συμπεραίνων, μάντις, τῶν πιθανῶν καὶ εἰκότων Φίλων 1. 10· τῶν μελλόντων Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 4, 6.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ στοχάζομαι
νεοελλ.
σκεπτόμενος άνθρωπος, αυτός που εξετάζει προσεκτικά τα μεγάλα θέματα της ζωής και της ιστορίας, διανοητής
(μσν.-αρχ.)
1. αυτός που εικάζει, που προβλέπει κάτι, οξυδερκής (α. «στοχαστὴς τῶν μελλόντων», Ιώσ.
β. «τῶν πιθανῶν καὶ εἰκότων ἀλλ' οὐχὶ τῆς ἀκραιφνοῦς ἀληθείας στοχαστής», Φίλ.)
2. αυτός που αναζητεί και διακηρύσσει την αλήθεια («ἀρθῆναι ἀπ' αὐτῶν προφήτην καὶ στοχαστήν», Βασ.).