υπερακοντίζω: Difference between revisions
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
(43) |
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὑπερακοντίζω]] ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[ακοντίζω]] [[πέρα]] από τον στόχο, [[ρίχνω]] το [[ακόντιο]] μακρύτερα από τους άλλους<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[υπερέχω]], [[υπερτερώ]], [[υπερβάλλω]] (α. «υπερακόντισε σε [[πολυλογία]] όλους τους συναδέλφους του ομιλητές» β. «αὐτὸν σε ὑπερηκόντισε τῇ ἀναιδείᾳ», <b>Λουκιαν.</b><br />γ. «ὑπερακοντίζεις σύ γ' ἤδη Νικίαν | |mltxt=[[ὑπερακοντίζω]] ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[ακοντίζω]] [[πέρα]] από τον στόχο, [[ρίχνω]] το [[ακόντιο]] μακρύτερα από τους άλλους<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[υπερέχω]], [[υπερτερώ]], [[υπερβάλλω]] (α. «υπερακόντισε σε [[πολυλογία]] όλους τους συναδέλφους του ομιλητές» β. «αὐτὸν σε ὑπερηκόντισε τῇ ἀναιδείᾳ», <b>Λουκιαν.</b><br />γ. «ὑπερακοντίζεις σύ γ' ἤδη Νικίαν ταῖς μηχαναῑς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τρυπώ]], [[διαπερνώ]] με το [[ξίφος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εκτοξεύω]], [[στέλνω]] [[μακριά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀκοντίζω]] «[[ρίχνω]] [[ακόντιο]], [[χτυπώ]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:09, 27 March 2021
Greek Monolingual
ὑπερακοντίζω ΝΜΑ
1. ακοντίζω πέρα από τον στόχο, ρίχνω το ακόντιο μακρύτερα από τους άλλους
2. μτφ. υπερέχω, υπερτερώ, υπερβάλλω (α. «υπερακόντισε σε πολυλογία όλους τους συναδέλφους του ομιλητές» β. «αὐτὸν σε ὑπερηκόντισε τῇ ἀναιδείᾳ», Λουκιαν.
γ. «ὑπερακοντίζεις σύ γ' ἤδη Νικίαν ταῖς μηχαναῑς», Αριστοφ.)
μσν.
1. τρυπώ, διαπερνώ με το ξίφος
2. μτφ. εκτοξεύω, στέλνω μακριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἀκοντίζω «ρίχνω ακόντιο, χτυπώ»].