περιζώνω: Difference between revisions

From LSJ

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
(32)
 
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[περιζώννυμι]] και περιζωννύω, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[περιβάλλω]] με [[ζώνη]], [[ζώνω]] [[ολόγυρα]]<br /><b>2.</b> [[κυκλώνω]], [[περικυκλώνω]] («ο [[στρατός]] περιέζωσε την [[τοποθεσία]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> [[περιζώννυμαι]]<br />ζώνομαι ή ντύνομαι με [[κάτι]] («ἐσθῆτα περιεζώσατο» <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[περιζώννυμαι]] δύναμιν» — [[παίρνω]] [[δύναμη]] (α. «οἱ ἀσθενοῡντες περιεζώσαντο δύναμιν», <b>Άνν. Κομν.</b><br />β. «ἐνεδύσατο Κύριος δύναμιν καὶ περιεζώσατο», ΠΔ).
|mltxt=[[περιζώννυμι]] και περιζωννύω, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[περιβάλλω]] με [[ζώνη]], [[ζώνω]] [[ολόγυρα]]<br /><b>2.</b> [[κυκλώνω]], [[περικυκλώνω]] («ο [[στρατός]] περιέζωσε την [[τοποθεσία]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> [[περιζώννυμαι]]<br />ζώνομαι ή ντύνομαι με [[κάτι]] («ἐσθῆτα περιεζώσατο» <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[περιζώννυμαι]] δύναμιν» — [[παίρνω]] [[δύναμη]] (α. «οἱ ἀσθενοῦν
τες περιεζώσαντο δύναμιν», <b>Άνν. Κομν.</b><br />β. «ἐνεδύσατο Κύριος δύναμιν καὶ περιεζώσατο», ΠΔ).
}}
}}

Latest revision as of 14:25, 27 March 2021

Greek Monolingual

περιζώννυμι και περιζωννύω, ΝΜΑ
1. περιβάλλω με ζώνη, ζώνω ολόγυρα
2. κυκλώνω, περικυκλώνω («ο στρατός περιέζωσε την τοποθεσία»)
μσν.-αρχ.
1. μέσ. περιζώννυμαι
ζώνομαι ή ντύνομαι με κάτι («ἐσθῆτα περιεζώσατο» Πλούτ.)
2. φρ. «περιζώννυμαι δύναμιν» — παίρνω δύναμη (α. «οἱ ἀσθενοῦν τες περιεζώσαντο δύναμιν», Άνν. Κομν.
β. «ἐνεδύσατο Κύριος δύναμιν καὶ περιεζώσατο», ΠΔ).