σύμφυση: Difference between revisions
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
(39) |
m (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[σύμφυσις]], -ύσεως, ΝΜΑ [[συμφύω]]<br /><b>1.</b> [[φυσική]] [[συνένωση]], [[συσσωμάτωση]], [[συγκόλληση]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) η [[συνένωση]] δύο οστών ή [[μερών]] του ίδιου οστού (α. «ηβική [[σύμφυση]]» β. «ἐπὶ συμφύσεως ὀστῶν | |mltxt=η / [[σύμφυσις]], -ύσεως, ΝΜΑ [[συμφύω]]<br /><b>1.</b> [[φυσική]] [[συνένωση]], [[συσσωμάτωση]], [[συγκόλληση]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) η [[συνένωση]] δύο οστών ή [[μερών]] του ίδιου οστού (α. «ηβική [[σύμφυση]]» β. «ἐπὶ συμφύσεως ὀστῶν κεῖσθαι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> [[τύπος]] ακίνητης ή ελάχιστα [[κινητής]] αρθρώσεως που ενώνει δύο οστά με τη [[μεσολάβηση]] ινώδους χόνδρου<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> η [[συγκόλληση]] τμημάτων γειτονικών οργάνων που καλύπτονται με ορογόνο αδένα, ύστερα από εγχειρήσεις ή φλεγμονώδεις εξεργασίες<br /><b>3.</b> <b>(ορυκτ.)</b> αλληλοδιείσδυση κρυστάλλων δύο διαφορετικών ορυκτών, λόγω ταυτόχρονης κρυστάλλωσης ή απόμιξής τους<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «γενειακή [[σύμφυση]]»<br /><b>ανατ.</b> η [[γραμμή]] ένωσης τών δύο ημιμορίων του οστού της [[κάτω]] γνάθου<br />β) «καρδιακή [[σύμφυση]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[σύμφυση]] του επικαρδίου με το [[περικάρδιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επούλωση]]<br /><b>2.</b> η [[κατασκευή]] ενός σώματος<br /><b>3.</b> (για μυς) [[πρόσφυση]] σε [[οστό]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> (στους νεοπλατωνικούς) η μυστική [[συνένωση]] με το υπέρτατο ον<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[σύμφυσις]] ἐντέρου» — [[σύσφιγξη]] εντέρου ώστε αυτό να διαιρείται σε μέρη (<b>Αριστοτ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[σύμφυσις]], -ύσεως, ΝΜΑ [[συμφύω]]<br /><b>1.</b> [[φυσική]] [[συνένωση]], [[συσσωμάτωση]], [[συγκόλληση]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) η [[συνένωση]] δύο οστών ή [[μερών]] του ίδιου οστού (α. «ηβική [[σύμφυση]]» β. «ἐπὶ συμφύσεως ὀστῶν | |mltxt=η / [[σύμφυσις]], -ύσεως, ΝΜΑ [[συμφύω]]<br /><b>1.</b> [[φυσική]] [[συνένωση]], [[συσσωμάτωση]], [[συγκόλληση]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) η [[συνένωση]] δύο οστών ή [[μερών]] του ίδιου οστού (α. «ηβική [[σύμφυση]]» β. «ἐπὶ συμφύσεως ὀστῶν κεῖσθαι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> [[τύπος]] ακίνητης ή ελάχιστα [[κινητής]] αρθρώσεως που ενώνει δύο οστά με τη [[μεσολάβηση]] ινώδους χόνδρου<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> η [[συγκόλληση]] τμημάτων γειτονικών οργάνων που καλύπτονται με ορογόνο αδένα, ύστερα από εγχειρήσεις ή φλεγμονώδεις εξεργασίες<br /><b>3.</b> <b>(ορυκτ.)</b> αλληλοδιείσδυση κρυστάλλων δύο διαφορετικών ορυκτών, λόγω ταυτόχρονης κρυστάλλωσης ή απόμιξής τους<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «γενειακή [[σύμφυση]]»<br /><b>ανατ.</b> η [[γραμμή]] ένωσης τών δύο ημιμορίων του οστού της [[κάτω]] γνάθου<br />β) «καρδιακή [[σύμφυση]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[σύμφυση]] του επικαρδίου με το [[περικάρδιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επούλωση]]<br /><b>2.</b> η [[κατασκευή]] ενός σώματος<br /><b>3.</b> (για μυς) [[πρόσφυση]] σε [[οστό]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> (στους νεοπλατωνικούς) η μυστική [[συνένωση]] με το υπέρτατο ον<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[σύμφυσις]] ἐντέρου» — [[σύσφιγξη]] εντέρου ώστε αυτό να διαιρείται σε μέρη (<b>Αριστοτ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 28 March 2021
Greek Monolingual
η / σύμφυσις, -ύσεως, ΝΜΑ συμφύω
1. φυσική συνένωση, συσσωμάτωση, συγκόλληση
2. (ειδικά) η συνένωση δύο οστών ή μερών του ίδιου οστού (α. «ηβική σύμφυση» β. «ἐπὶ συμφύσεως ὀστῶν κεῖσθαι», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. ανατ. τύπος ακίνητης ή ελάχιστα κινητής αρθρώσεως που ενώνει δύο οστά με τη μεσολάβηση ινώδους χόνδρου
2. ιατρ. η συγκόλληση τμημάτων γειτονικών οργάνων που καλύπτονται με ορογόνο αδένα, ύστερα από εγχειρήσεις ή φλεγμονώδεις εξεργασίες
3. (ορυκτ.) αλληλοδιείσδυση κρυστάλλων δύο διαφορετικών ορυκτών, λόγω ταυτόχρονης κρυστάλλωσης ή απόμιξής τους
4. φρ. α) «γενειακή σύμφυση»
ανατ. η γραμμή ένωσης τών δύο ημιμορίων του οστού της κάτω γνάθου
β) «καρδιακή σύμφυση»
ιατρ. σύμφυση του επικαρδίου με το περικάρδιο
αρχ.
1. επούλωση
2. η κατασκευή ενός σώματος
3. (για μυς) πρόσφυση σε οστό
4. μτφ. (στους νεοπλατωνικούς) η μυστική συνένωση με το υπέρτατο ον
5. φρ. «σύμφυσις ἐντέρου» — σύσφιγξη εντέρου ώστε αυτό να διαιρείται σε μέρη (Αριστοτ.).
Greek Monolingual
η / σύμφυσις, -ύσεως, ΝΜΑ συμφύω
1. φυσική συνένωση, συσσωμάτωση, συγκόλληση
2. (ειδικά) η συνένωση δύο οστών ή μερών του ίδιου οστού (α. «ηβική σύμφυση» β. «ἐπὶ συμφύσεως ὀστῶν κεῖσθαι», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. ανατ. τύπος ακίνητης ή ελάχιστα κινητής αρθρώσεως που ενώνει δύο οστά με τη μεσολάβηση ινώδους χόνδρου
2. ιατρ. η συγκόλληση τμημάτων γειτονικών οργάνων που καλύπτονται με ορογόνο αδένα, ύστερα από εγχειρήσεις ή φλεγμονώδεις εξεργασίες
3. (ορυκτ.) αλληλοδιείσδυση κρυστάλλων δύο διαφορετικών ορυκτών, λόγω ταυτόχρονης κρυστάλλωσης ή απόμιξής τους
4. φρ. α) «γενειακή σύμφυση»
ανατ. η γραμμή ένωσης τών δύο ημιμορίων του οστού της κάτω γνάθου
β) «καρδιακή σύμφυση»
ιατρ. σύμφυση του επικαρδίου με το περικάρδιο
αρχ.
1. επούλωση
2. η κατασκευή ενός σώματος
3. (για μυς) πρόσφυση σε οστό
4. μτφ. (στους νεοπλατωνικούς) η μυστική συνένωση με το υπέρτατο ον
5. φρ. «σύμφυσις ἐντέρου» — σύσφιγξη εντέρου ώστε αυτό να διαιρείται σε μέρη (Αριστοτ.).