πλουτώ: Difference between revisions

From LSJ

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source
(33)
 
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=πλουτῶ, -έω, ΝΜΑ [[πλούτος]]<br />[[είμαι]] [[πλούσιος]], [[εύπορος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για το φως) [[προσδίδω]] [[λάμψη]], [[λαμπρότητα]] («όταν το φως επλούτει τα βουνά και τα κύματα», Κάλβ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />έχω [[κάτι]] σε [[αφθονία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «πλουτῶ ἐκ τῶν ἀλλοτρίων» — [[πλουτίζω]] από [[ξένη]] [[περιουσία]]<br />β) «πλουτῶ ἀπὸ τῶν κοινῶν» — [[πλουτίζω]] από τα χρήματα του δημοσίου<br />γ) «πλουτῶ πλοῡτον» — [[αποκτώ]] πλούτο.
|mltxt=πλουτῶ, -έω, ΝΜΑ [[πλούτος]]<br />[[είμαι]] [[πλούσιος]], [[εύπορος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για το φως) [[προσδίδω]] [[λάμψη]], [[λαμπρότητα]] («όταν το φως επλούτει τα βουνά και τα κύματα», Κάλβ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />έχω [[κάτι]] σε [[αφθονία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «πλουτῶ ἐκ τῶν ἀλλοτρίων» — [[πλουτίζω]] από [[ξένη]] [[περιουσία]]<br />β) «πλουτῶ ἀπὸ τῶν κοινῶν» — [[πλουτίζω]] από τα χρήματα του δημοσίου<br />γ) «πλουτῶ πλοῦτον» — [[αποκτώ]] πλούτο.
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 28 March 2021

Greek Monolingual

πλουτῶ, -έω, ΝΜΑ πλούτος
είμαι πλούσιος, εύπορος
νεοελλ.
(για το φως) προσδίδω λάμψη, λαμπρότητα («όταν το φως επλούτει τα βουνά και τα κύματα», Κάλβ.)
μσν.-αρχ.
έχω κάτι σε αφθονία
αρχ.
φρ. α) «πλουτῶ ἐκ τῶν ἀλλοτρίων» — πλουτίζω από ξένη περιουσία
β) «πλουτῶ ἀπὸ τῶν κοινῶν» — πλουτίζω από τα χρήματα του δημοσίου
γ) «πλουτῶ πλοῦτον» — αποκτώ πλούτο.