κυβευτήριον: Difference between revisions

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "ηλεῑ" to "ηλεῖ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυβευτήριον]], τὸ (Α) [[κυβεύω]]<br />[[τόπος]] όπου έπαιζαν ζάρια («περὶ καπηλεῑα καὶ περὶ κυβευτήρια ἐσπουδακώς», Δίων Κάσσ.).
|mltxt=[[κυβευτήριον]], τὸ (Α) [[κυβεύω]]<br />[[τόπος]] όπου έπαιζαν ζάρια («περὶ καπηλεῖα καὶ περὶ κυβευτήρια ἐσπουδακώς», Δίων Κάσσ.).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κῠβευτήριον:''' τό игорный дом Plut.
|elrutext='''κῠβευτήριον:''' τό игорный дом Plut.
}}
}}

Revision as of 12:20, 28 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠβευτήριον Medium diacritics: κυβευτήριον Low diacritics: κυβευτήριον Capitals: ΚΥΒΕΥΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: kybeutḗrion Transliteration B: kybeutērion Transliteration C: kyveftirion Beta Code: kubeuth/rion

English (LSJ)

τό, A gambling house, gambling-house, Plu.2.621b, Poll.7.203, D.C. 65.2.

German (Pape)

[Seite 1522] τό, Ort zum Würfelspielen, Spielhaus, Plut. Symp. 1, 4, 3; neben καπηλεῖα genannt, D. Cass. 65, 2.

Greek (Liddell-Scott)

κῠβευτήριον: τό, «τόπος ἐστὶ τὸ κυβευτήριον εἰς ὃν συνερχόμενοι κυβεύουσιν» (Λεξιλ. Ρητ.) Πλουτ. 2. 621Β, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
maison de jeu.
Étymologie: κυβεύω.

Greek Monolingual

κυβευτήριον, τὸ (Α) κυβεύω
τόπος όπου έπαιζαν ζάρια («περὶ καπηλεῖα καὶ περὶ κυβευτήρια ἐσπουδακώς», Δίων Κάσσ.).

Russian (Dvoretsky)

κῠβευτήριον: τό игорный дом Plut.