εναρμόζω: Difference between revisions
δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet
(11) |
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ἐναρμόζω]] και [[ἐναρμόττω]])<br />[[εφαρμόζω]], [[προσαρμόζω]] («δι' ὀμφαλοῡ καθῆκεν [[ἔγχος]] σφονδύλοις τ' ἐνήρμοσεν», Ευριπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[προσαρμόζω]], [[συνδέω]] αρμονικά, [[ταιριάζω]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτθ.)</b> προσαρμόζομαι, συναρμόζομαι<br /><b>3.</b> [[γίνομαι]] [[ενάρμοστος]], [[αρμόζω]], [[ταιριάζω]] σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> (αμτβ. με δοτ. προσ.) [[γίνομαι]] [[ευχάριστος]], αρέσω ( | |mltxt=(Α [[ἐναρμόζω]] και [[ἐναρμόττω]])<br />[[εφαρμόζω]], [[προσαρμόζω]] («δι' ὀμφαλοῡ καθῆκεν [[ἔγχος]] σφονδύλοις τ' ἐνήρμοσεν», Ευριπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[προσαρμόζω]], [[συνδέω]] αρμονικά, [[ταιριάζω]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτθ.)</b> προσαρμόζομαι, συναρμόζομαι<br /><b>3.</b> [[γίνομαι]] [[ενάρμοστος]], [[αρμόζω]], [[ταιριάζω]] σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> (αμτβ. με δοτ. προσ.) [[γίνομαι]] [[ευχάριστος]], αρέσω («τοῖς πολλοῑς ἐνήρμοττε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>(μάθημ.)</b> [[εισάγω]] μαθηματικό όρο. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 28 March 2021
Greek Monolingual
(Α ἐναρμόζω και ἐναρμόττω)
εφαρμόζω, προσαρμόζω («δι' ὀμφαλοῡ καθῆκεν ἔγχος σφονδύλοις τ' ἐνήρμοσεν», Ευριπ.)
αρχ.
1. μτφ. προσαρμόζω, συνδέω αρμονικά, ταιριάζω
2. (αμτθ.) προσαρμόζομαι, συναρμόζομαι
3. γίνομαι ενάρμοστος, αρμόζω, ταιριάζω σε κάτι
4. (αμτβ. με δοτ. προσ.) γίνομαι ευχάριστος, αρέσω («τοῖς πολλοῑς ἐνήρμοττε», Πλούτ.)
5. (μάθημ.) εισάγω μαθηματικό όρο.