περισσοδάκτυλος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο και [[περιττοδάκτυλος]], -η, -ο / [[περισσοδάκτυλος]], -ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. [[περιττοδάκτυλος]], -ον Α<br />αυτός που έχει περισσότερα από τον κανονικό αριθμό δάκτυλα του χεριού ή του ποδιού («τοῑς ὄγκοις μεγάλαι καὶ περιττοδάκτυλοι», Γεωπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα περισσοδάκτυλα</i> και <i>περιττοδάκτυλα</i><br /><b>ζωολ.</b> [[τάξη]] οπληφόρων φυτοφάγων θηλαστικών που χαρακτηρίζονται από περιττό αριθμό δακτύλων [[τουλάχιστον]] στα [[πίσω]] πόδια τους, [[τάξη]] που περιλαμβάνει 15 αρτίγονα ήδη κατανεμημένα σε [[τρεις]] οικογένειες, τα ιππόμορφα, τους ρινοκέρους και τους ταπίρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[περισσός]] / [[περιττός]] <span style="color: red;">+</span> -[[δάκτυλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δάκτυλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>μονο</i>-[[δάκτυλος]]. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>perissodactyla</i>.
|mltxt=-η, -ο και [[περιττοδάκτυλος]], -η, -ο / [[περισσοδάκτυλος]], -ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. [[περιττοδάκτυλος]], -ον Α<br />αυτός που έχει περισσότερα από τον κανονικό αριθμό δάκτυλα του χεριού ή του ποδιού («τοῖς ὄγκοις μεγάλαι καὶ περιττοδάκτυλοι», Γεωπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα περισσοδάκτυλα</i> και <i>περιττοδάκτυλα</i><br /><b>ζωολ.</b> [[τάξη]] οπληφόρων φυτοφάγων θηλαστικών που χαρακτηρίζονται από περιττό αριθμό δακτύλων [[τουλάχιστον]] στα [[πίσω]] πόδια τους, [[τάξη]] που περιλαμβάνει 15 αρτίγονα ήδη κατανεμημένα σε [[τρεις]] οικογένειες, τα ιππόμορφα, τους ρινοκέρους και τους ταπίρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[περισσός]] / [[περιττός]] <span style="color: red;">+</span> -[[δάκτυλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δάκτυλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>μονο</i>-[[δάκτυλος]]. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>perissodactyla</i>.
}}
}}

Revision as of 12:25, 28 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισσοδάκτῠλος Medium diacritics: περισσοδάκτυλος Low diacritics: περισσοδάκτυλος Capitals: ΠΕΡΙΣΣΟΔΑΚΤΥΛΟΣ
Transliteration A: perissodáktylos Transliteration B: perissodaktylos Transliteration C: perissodaktylos Beta Code: perissoda/ktulos

English (LSJ)

ον, A with more than the usual number of fingers or toes, Gp.14.7.9.

German (Pape)

[Seite 592] mit überzähligen Fingern.

Greek (Liddell-Scott)

περισσοδάκτῠλος: -ον, ὁ ἔχων πλείονας τῶν δύο δακτύλους τῶν χειρῶν ἢ τῶν ποδῶν, Γεωπ. 14. 7, 9.

Greek Monolingual

-η, -ο και περιττοδάκτυλος, -η, -ο / περισσοδάκτυλος, -ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. περιττοδάκτυλος, -ον Α
αυτός που έχει περισσότερα από τον κανονικό αριθμό δάκτυλα του χεριού ή του ποδιού («τοῖς ὄγκοις μεγάλαι καὶ περιττοδάκτυλοι», Γεωπ.)
νεοελλ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα περισσοδάκτυλα και περιττοδάκτυλα
ζωολ. τάξη οπληφόρων φυτοφάγων θηλαστικών που χαρακτηρίζονται από περιττό αριθμό δακτύλων τουλάχιστον στα πίσω πόδια τους, τάξη που περιλαμβάνει 15 αρτίγονα ήδη κατανεμημένα σε τρεις οικογένειες, τα ιππόμορφα, τους ρινοκέρους και τους ταπίρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. περισσός / περιττός + -δάκτυλος (< δάκτυλος), πρβλ. μονο-δάκτυλος. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. perissodactyla.