ξεστιαῖος: Difference between revisions

From LSJ

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ξεστιαῑος, -α, -ον (Α)<br />αυτός που περιέχει έναν ξέστη, που [[είναι]] [[ίσος]] με έναν ξέστη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξέστης]] «[[μονάδα]] μέτρησης στερεών και υγρών» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πλεθρ</i>-<i>ιαίος</i>, <i>ποδ</i>-<i>ιαίος</i>)].
|mltxt=ξεστιαῖος, -α, -ον (Α)<br />αυτός που περιέχει έναν ξέστη, που [[είναι]] [[ίσος]] με έναν ξέστη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξέστης]] «[[μονάδα]] μέτρησης στερεών και υγρών» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πλεθρ</i>-<i>ιαίος</i>, <i>ποδ</i>-<i>ιαίος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:54, 28 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξεστιαῖος Medium diacritics: ξεστιαῖος Low diacritics: ξεστιαίος Capitals: ΞΕΣΤΙΑΙΟΣ
Transliteration A: xestiaîos Transliteration B: xestiaios Transliteration C: ksestiaios Beta Code: cestiai=os

English (LSJ)

α, ον, A of a ξέστης, μέτρον Gal.13.435, cf. Phlp. in Mete.24.24.

Greek Monolingual

ξεστιαῖος, -α, -ον (Α)
αυτός που περιέχει έναν ξέστη, που είναι ίσος με έναν ξέστη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξέστης «μονάδα μέτρησης στερεών και υγρών» + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. πλεθρ-ιαίος, ποδ-ιαίος)].