λογεία: Difference between revisions

From LSJ

πολλοὶ γάρ εἰσιν κλητοὶ ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → many are called, but few are chosen

Source
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
m (Text replacement - "ὑμεῑς" to "ὑμεῖς")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λογεία]] και μτγν. [[λογία]], ἡ (Α) [[λογεύω]]<br /><b>1.</b> [[συλλογή]] φόρων ή εκούσιων εισφορών ή εράνων για θρησκευτικούς ή φιλανθρωπικούς σκοπούς («περὶ δὲ τῆς λογίας εἰς τοὺς ἁγίους, [[ὥσπερ]] διέταξα ταῖς ἐκκλησίαις τῆς Γαλατίας οὕτω καὶ ὑμεῑς ποιήσατε», ΚΔ)<br /><b>2.</b> έκτακτα κέρδη<br /><b>3.</b> [[επιμίσθιο]].
|mltxt=[[λογεία]] και μτγν. [[λογία]], ἡ (Α) [[λογεύω]]<br /><b>1.</b> [[συλλογή]] φόρων ή εκούσιων εισφορών ή εράνων για θρησκευτικούς ή φιλανθρωπικούς σκοπούς («περὶ δὲ τῆς λογίας εἰς τοὺς ἁγίους, [[ὥσπερ]] διέταξα ταῖς ἐκκλησίαις τῆς Γαλατίας οὕτω καὶ ὑμεῖς ποιήσατε», ΚΔ)<br /><b>2.</b> έκτακτα κέρδη<br /><b>3.</b> [[επιμίσθιο]].
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':log⋯a 羅居阿<br />'''詞類次數''':名詞(2)<br />'''原文字根''':放置(著)<br />'''字義溯源''':收捐,捐錢,捐湊,湊;源自([[λόγος]])=話);而 ([[λόγος]])出自([[λέγω]] / [[εἴρω]])*=陳述)<br />'''出現次數''':總共(2);林前(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 捐湊(1) 林前16:2;<br />2) 捐錢(1) 林前16:1
|sngr='''原文音譯''':log⋯a 羅居阿<br />'''詞類次數''':名詞(2)<br />'''原文字根''':放置(著)<br />'''字義溯源''':收捐,捐錢,捐湊,湊;源自([[λόγος]])=話);而 ([[λόγος]])出自([[λέγω]] / [[εἴρω]])*=陳述)<br />'''出現次數''':總共(2);林前(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 捐湊(1) 林前16:2;<br />2) 捐錢(1) 林前16:1
}}
}}

Revision as of 13:05, 28 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογεία Medium diacritics: λογεία Low diacritics: λογεία Capitals: ΛΟΓΕΙΑ
Transliteration A: logeía Transliteration B: logeia Transliteration C: logeia Beta Code: logei/a

English (LSJ)

ἡ, A collection of taxes or voluntary contributions, PHib.1.51.2 (iii B. C), PTeb.58.55 (ii B. C.), POxy.239.8 (i A. D.); collection for charity, 1 Ep.Cor.16.1, Hsch.; for religious purposes, GDI4156 (Lindos), PSI2.262.3 (i A. D.); perquisite, PPar.5xxvii 6 (ii B. C.).

Greek Monolingual

λογεία και μτγν. λογία, ἡ (Α) λογεύω
1. συλλογή φόρων ή εκούσιων εισφορών ή εράνων για θρησκευτικούς ή φιλανθρωπικούς σκοπούς («περὶ δὲ τῆς λογίας εἰς τοὺς ἁγίους, ὥσπερ διέταξα ταῖς ἐκκλησίαις τῆς Γαλατίας οὕτω καὶ ὑμεῖς ποιήσατε», ΚΔ)
2. έκτακτα κέρδη
3. επιμίσθιο.

Chinese

原文音譯:log⋯a 羅居阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:放置(著)
字義溯源:收捐,捐錢,捐湊,湊;源自(λόγος)=話);而 (λόγος)出自(λέγω / εἴρω)*=陳述)
出現次數:總共(2);林前(2)
譯字彙編
1) 捐湊(1) 林前16:2;
2) 捐錢(1) 林前16:1