δειελίη: Difference between revisions
From LSJ
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δειελίη''': ἡ, ([[δείελος]]) τροφὴ | |lstext='''δειελίη''': ἡ, ([[δείελος]]) τροφὴ μετὰ μεσημβρίαν, «δειλινόν», διάφ. γραφ. ἐν Καλλ. Ἀποσπ. 190. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δειελίη]], η (Α)<br />το [[δειλινό]], το βραδινό [[φαγητό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για εσφαλμένη [[γραφή]] [[αντί]] του <i>δείελον</i> (<b>βλ. λ.</b> [[δείελος]])]. | |mltxt=[[δειελίη]], η (Α)<br />το [[δειλινό]], το βραδινό [[φαγητό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για εσφαλμένη [[γραφή]] [[αντί]] του <i>δείελον</i> (<b>βλ. λ.</b> [[δείελος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:25, 20 April 2021
English (LSJ)
ἡ, (δείελος) A f.l. for δείελον, Call.Fr.190.
German (Pape)
[Seite 535] Vesperbrod, Callimach. bei Eustath. Odyss. 17, 599 p. 1832, 62, v. l. δείελον, s. Scholl. Odyss. 17, 599; Buttmann Lexil. 2, 194.
Greek (Liddell-Scott)
δειελίη: ἡ, (δείελος) τροφὴ μετὰ μεσημβρίαν, «δειλινόν», διάφ. γραφ. ἐν Καλλ. Ἀποσπ. 190.
Greek Monolingual
δειελίη, η (Α)
το δειλινό, το βραδινό φαγητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εσφαλμένη γραφή αντί του δείελον (βλ. λ. δείελος)].