γεωμιγής: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι δὲ τὸ ἓν καὶ τὸ ἁπλοῦν οὐ τὸ αὐτό → the one and the simple are not the same

Source
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γεωμῐγής''': -ές, ἀναμεμιγμένος [[μετὰ]] γῆς, [[μετὰ]] χώματος, Στράβ. 571, Πλούτ. 2. 893Β.
|lstext='''γεωμῐγής''': -ές, ἀναμεμιγμένος μετὰ γῆς, μετὰ χώματος, Στράβ. 571, Πλούτ. 2. 893Β.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 11:25, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεωμῐγής Medium diacritics: γεωμιγής Low diacritics: γεωμιγής Capitals: ΓΕΩΜΙΓΗΣ
Transliteration A: geōmigḗs Transliteration B: geōmigēs Transliteration C: geomigis Beta Code: gewmigh/s

English (LSJ)

ές, A mixed with earth, Str.12.7.3, Placit.3.2.6.

German (Pape)

[Seite 488] ές, mit Erde gemischt, Strab. XII, 571; Plut. Symp. 2, 10.

Greek (Liddell-Scott)

γεωμῐγής: -ές, ἀναμεμιγμένος μετὰ γῆς, μετὰ χώματος, Στράβ. 571, Πλούτ. 2. 893Β.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
mêlé de terre.
Étymologie: γῆ, μίγνυμι.

Spanish (DGE)

-ές mezclado con tierra μῖγμα Str.12.7.3, πνεῦμα Plu.2.893c.

Greek Monolingual

γεωμιγής, -ές (Α)
ανακατεμένος με χώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω - < γη + -μιγής < εμίγην (παθ. αόρ. β' του μείγνυμι)].

Russian (Dvoretsky)

γεωμῐγής: смешанный с землей (πνεῦμα Plut.).