εὐῆλιξ: Difference between revisions

From LSJ

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐῆλιξ''': ῐκος, ὁ, ἡ, ([[ἡλικία]]) ἔχων καλὸν [[ἀνάστημα]], Πολέμων 181, Ἀνδρ. [[Κρήτ]]. 1304C, Τζέτζ Μεθ’ Ὅμ. 126. 478, 227, πρβλ. Λοβεκ. Παρ. 289. - Ὁ [[τύπος]] εὐήλικος [[μετὰ]] τῆς αὐτῆς σημασίας παρ’ Achmes Ὀνειροκρ. σ. 11, εὐνοῦχον εὐειδῆ, εὐήλικον.
|lstext='''εὐῆλιξ''': ῐκος, ὁ, ἡ, ([[ἡλικία]]) ἔχων καλὸν [[ἀνάστημα]], Πολέμων 181, Ἀνδρ. [[Κρήτ]]. 1304C, Τζέτζ Μεθ’ Ὅμ. 126. 478, 227, πρβλ. Λοβεκ. Παρ. 289. - Ὁ [[τύπος]] εὐήλικος μετὰ τῆς αὐτῆς σημασίας παρ’ Achmes Ὀνειροκρ. σ. 11, εὐνοῦχον εὐειδῆ, εὐήλικον.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐῆλιξ]], ὁ, ἡ (ΑΜ)<br />αυτός που έχει [[ωραίο]] [[παράστημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ήλιξ]] «της ίδιας ηλικίας»].
|mltxt=[[εὐῆλιξ]], ὁ, ἡ (ΑΜ)<br />αυτός που έχει [[ωραίο]] [[παράστημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ήλιξ]] «της ίδιας ηλικίας»].
}}
}}

Revision as of 11:30, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐῆλιξ Medium diacritics: εὐῆλιξ Low diacritics: ευήλιξ Capitals: ΕΥΗΛΙΞ
Transliteration A: euē̂lix Transliteration B: euēlix Transliteration C: eviliks Beta Code: eu)h=lic

English (LSJ)

ῐκος, ὁ, ἡ, (ἡλικία) A of good stature, Polem.Phgn.5; Στάτιος (στάτης cod.) ὁ εὐῆλιξ εἴρηται Lyd.Mag.1.23.

German (Pape)

[Seite 1067] ικος, von guten Jahren, gutem Wuchs, Schol. Theocr. 1, 44; Tzetz.

Greek (Liddell-Scott)

εὐῆλιξ: ῐκος, ὁ, ἡ, (ἡλικία) ἔχων καλὸν ἀνάστημα, Πολέμων 181, Ἀνδρ. Κρήτ. 1304C, Τζέτζ Μεθ’ Ὅμ. 126. 478, 227, πρβλ. Λοβεκ. Παρ. 289. - Ὁ τύπος εὐήλικος μετὰ τῆς αὐτῆς σημασίας παρ’ Achmes Ὀνειροκρ. σ. 11, εὐνοῦχον εὐειδῆ, εὐήλικον.

Greek Monolingual

εὐῆλιξ, ὁ, ἡ (ΑΜ)
αυτός που έχει ωραίο παράστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ήλιξ «της ίδιας ηλικίας»].