διακροτέω: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διακροτέω''': κροτῶ διὰ μέσου, διαρρηγνύω, | |lstext='''διακροτέω''': κροτῶ διὰ μέσου, διαρρηγνύω, μετὰ σημασίας αἰσχρᾶς, πρβλ. διασποδῶ, Λατ. pertundere, Εὐρ. Κύκλ. 180. ΙΙ. [[διαλύω]] εἰς τὰ συνθετικὰ μέρη, [[οἷον]] λέξεις εἰς τὰ στοιχεῖα αὐτῶν, ἀντίθ. [[συγκροτέω]], Πλάτ. Κρατ. 421C. ΙΙΙ. διασπῶ, διαρρηγνύω τὰ δεσμά, Πλούτ. 2. 304Β. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 11:35, 20 April 2021
English (LSJ)
A pierce through, sens. obsc., E.Cyc.180. II resolve into components, as words into their elements, opp. συγκροτέω, Pl. Cra.421c. III knock off, κρίκους Plu.2.304b.
German (Pape)
[Seite 584] 1) durchschlagen, durchbrechen; τοὺς πεδῶν κρίκους Plut. qu. gr. 57; – im obscönen Sinne, = διασποδέω, τὴν νεᾶνιν Eur. Cycl. 180. – 2) zerlegen, in seine ursprünglichen Bestandtheile, Plat. Crat. 421 c, Ggstz συγκροτέω.
Greek (Liddell-Scott)
διακροτέω: κροτῶ διὰ μέσου, διαρρηγνύω, μετὰ σημασίας αἰσχρᾶς, πρβλ. διασποδῶ, Λατ. pertundere, Εὐρ. Κύκλ. 180. ΙΙ. διαλύω εἰς τὰ συνθετικὰ μέρη, οἷον λέξεις εἰς τὰ στοιχεῖα αὐτῶν, ἀντίθ. συγκροτέω, Πλάτ. Κρατ. 421C. ΙΙΙ. διασπῶ, διαρρηγνύω τὰ δεσμά, Πλούτ. 2. 304Β.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
trouer, percer.
Étymologie: διά, κροτέω.
Spanish (DGE)
I tr.
1 golpear atravesando, penetrar sent. sexual οὔκουν ... ἅπαντες αὐτὴν διεκροτήσατε; E.Cyc.180.
2 separar a golpes τῶν πεδῶν τοὺς κρίκους Plu.2.304b, fig. ταῦτα μέν μοι δοκεῖς ... ἀνδρείως πάνυ διακεκροτηκέναι Pl.Cra.421c.
II intr., en v. med. resonar ἐν ψόφῳ διακένων ῥημάτων διακεκρότηται Gr.Nyss.Ref.Eun.409.27.
Russian (Dvoretsky)
διακροτέω:
1) досл. разбивать, перен. разлагать на составные части (ἀνδρείως διακεκροτηκέναι τι Plat.);
2) перен. пробивать, протыкать (τινα Eur.);
3) сбивать (τῶν πεδῶν τοὺς κρίκους Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-κροτέω seks. penetreren:. οὔκουν... ἅπαντες αὐτὴν διεκροτήσατε; hebben jullie haar wel allemaal geneukt? Eur. Cycl. 180. ontleden:. ταῦτα μέν μοι δοκεῖς... ἀνδρείως πάνυ διακεκροτηκέναι dat heb je, dunkt me, allemaal heel dapper ontleed Plat. Crat. 421c.