ἀναληπτρίς: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναληπτρίς''': -ίδος, ἡ, [[ταινία]] ἢ [[ἀνάδεσμος]] πρὸς ἀνάρτησιν πράγματός τινος ἢ πάσχοντος μέλους τοῦ σώματος, «φασκιά», Γαλην., «τὴν Σωστράτου στηθοδεσμίδα τὴν ὀρθίαν | |lstext='''ἀναληπτρίς''': -ίδος, ἡ, [[ταινία]] ἢ [[ἀνάδεσμος]] πρὸς ἀνάρτησιν πράγματός τινος ἢ πάσχοντος μέλους τοῦ σώματος, «φασκιά», Γαλην., «τὴν Σωστράτου στηθοδεσμίδα τὴν ὀρθίαν μετὰ τῶν ἀναληπτρίδων» Γαλην. τόμ 12, σ. 496 (18. 2, σ. 223L.). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 12:45, 20 April 2021
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A suspensory bandage, Gal.18(1).323; analemptris, = στρόφιον, prob.l. in Ov.AA3.273.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναληπτρίς: -ίδος, ἡ, ταινία ἢ ἀνάδεσμος πρὸς ἀνάρτησιν πράγματός τινος ἢ πάσχοντος μέλους τοῦ σώματος, «φασκιά», Γαλην., «τὴν Σωστράτου στηθοδεσμίδα τὴν ὀρθίαν μετὰ τῶν ἀναληπτρίδων» Γαλην. τόμ 12, σ. 496 (18. 2, σ. 223L.).
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
• Alolema(s): ἀναλημπτρίς Sor.Fasc.41, 42
medic. vendaje que sujeta Gal.18(1).823, Sor.ll.cc., Hippiatr.50.2.
Greek Monolingual
ἀναληπτρίς (-ίδος), η (Α) ἀναλαμβάνω
(στην Ιατρ.) επίδεσμος ή ιμάντας για την ανάρτηση μέλους του σώματος, φασκιά.