ἐμμετρέω: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well

Sophocles, Antigone, 722
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμμετρέω''': μετρῶ [[συμφώνως]] [[πρός]] τι, τῇ προθυμίᾳ Ἀγαθ. ἐν Ἀνθ. Π. 43, 18· [[οὕτως]] ἐν Λουκ. Ὀνείρῳ ἢ Ἀλεκτρ. 27, [[μετὰ]] διαφ. γρ. συμμ-.
|lstext='''ἐμμετρέω''': μετρῶ [[συμφώνως]] [[πρός]] τι, τῇ προθυμίᾳ Ἀγαθ. ἐν Ἀνθ. Π. 43, 18· [[οὕτως]] ἐν Λουκ. Ὀνείρῳ ἢ Ἀλεκτρ. 27, μετὰ διαφ. γρ. συμμ-.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 12:50, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμμετρέω Medium diacritics: ἐμμετρέω Low diacritics: εμμετρέω Capitals: ΕΜΜΕΤΡΕΩ
Transliteration A: emmetréō Transliteration B: emmetreō Transliteration C: emmetreo Beta Code: e)mmetre/w

English (LSJ)

A measure by or according to, τῇ προθυμίᾳ τὰ σιτία AP4.3.18 (Agath.), v.l. for συμμ- in Luc.Gall.27. 2 simply, measure out, provide, PMasp.138iv1 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 808] woran abmessen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμμετρέω: μετρῶ συμφώνως πρός τι, τῇ προθυμίᾳ Ἀγαθ. ἐν Ἀνθ. Π. 43, 18· οὕτως ἐν Λουκ. Ὀνείρῳ ἢ Ἀλεκτρ. 27, μετὰ διαφ. γρ. συμμ-.

Spanish (DGE)

1 econ. medir el grano, gener. para efectuar un pago en especie, abonar, pagar en especie ἀχύρου λί(τρας) ρν OMich.181.3 (IV d.C.), cf. PMasp.138.4.1 (VI d.C.), CPR 7.45.5 (VI d.C.), en v. pas. πυροῦ ἐνμετρουμένου εἰς θησαυρούς PTheon 14.4 (II d.C.).
2 fig., c. dat. abstr. ajustar, adaptar, amoldar τῇ προθυμίᾳ ... ἐμμετρεῖν τὰ σιτία AP 4.3.18 (Agath.)
concebir de acuerdo con τῷ ἐπιφαινομένῳ χαρακτῆρι ... ἐμμετρεῖ ... τὴν ὑπόστασιν Gr.Nyss.Perf.189.7.

Russian (Dvoretsky)

ἐμμετρέω: соизмерять (τί τινι Anth.; ταῖς φυσικαῖς χρείαις ἐμμεμετρημένος βίος Luc. - v. l. ξυμμεμετρημένος).