Ἱππομέδων: Difference between revisions
From LSJ
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Ἱππομέδων''': -οντος, ὁ, ἡγεμὼν ἵππων, ἱππικοῦ, ὡς κύριον [[ὄνομα]], Αἰσχύλ., κλ. Ἐν Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβ. 488, | |lstext='''Ἱππομέδων''': -οντος, ὁ, ἡγεμὼν ἵππων, ἱππικοῦ, ὡς κύριον [[ὄνομα]], Αἰσχύλ., κλ. Ἐν Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβ. 488, μετὰ τῆς β΄ συλλαβῆς μακρᾶς ὡς εἰ ἦν, Ἱππομμέδοντος, πρβλ. [[Παρθενοπαῖος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:08, 20 April 2021
English (LSJ)
οντος, ὁ, A horse-ruler, as a pr. n., A., etc. [In Th.488, with the 2nd syll. long, metri gr.]
Greek (Liddell-Scott)
Ἱππομέδων: -οντος, ὁ, ἡγεμὼν ἵππων, ἱππικοῦ, ὡς κύριον ὄνομα, Αἰσχύλ., κλ. Ἐν Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβ. 488, μετὰ τῆς β΄ συλλαβῆς μακρᾶς ὡς εἰ ἦν, Ἱππομμέδοντος, πρβλ. Παρθενοπαῖος.
Greek Monolingual
Ἱππομέδων, ὁ (Α)
ως κύριο όν. ηγεμόνας, αρχηγός ιππικού («Ἱππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύπος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππο(ο)- + -μέδων (< μέδω «κυβερνώ»), πρβλ. Αυτο-μέδων, Λαο-μέδων].
Russian (Dvoretsky)
Ἱππομέδων: οντος ὁ Гиппомедонт (один из «семерых против Фив») Aesch., Soph.