ὑστεροβουλία: Difference between revisions
From LSJ
εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑστεροβουλία''': ἡ, ἡ | |lstext='''ὑστεροβουλία''': ἡ, ἡ μετὰ τὴν πρᾶξιν [[σκέψις]], Ἑβδ. (Παροιμ. ΛΑ΄. 3), Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ, 861Β, Βασίλ. Μέγ. τ. 1, σ. 110C, κλπ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὑστεροβουλία]]· [[μετάνοια]], [[μετάμελος]], ἡ ἐσχάτη [[βουλή]]». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[ὑστεροβουλία]], ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σκέψη]] ή [[ενέργεια]] που κρύβει [[ιδιοτέλεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκέψη]] που γίνεται [[μετά]] την [[εκτέλεση]] μιας πράξης<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὑστεροβουλία]]<br />[[μετάνοια]], [[μετάμελος]], ἡ ἐσχάτη [[βουλή]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕστερος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βουλία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>βουλος</i> <span style="color: red;"><</span> [[βουλή]]), <b>πρβλ.</b> <i>κακο</i>-<i>βουλία</i>]. | |mltxt=η / [[ὑστεροβουλία]], ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σκέψη]] ή [[ενέργεια]] που κρύβει [[ιδιοτέλεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκέψη]] που γίνεται [[μετά]] την [[εκτέλεση]] μιας πράξης<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὑστεροβουλία]]<br />[[μετάνοια]], [[μετάμελος]], ἡ ἐσχάτη [[βουλή]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕστερος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βουλία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>βουλος</i> <span style="color: red;"><</span> [[βουλή]]), <b>πρβλ.</b> <i>κακο</i>-<i>βουλία</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:15, 20 April 2021
English (LSJ)
ἡ, A deliberation after the fact, LXXPr.24.71 (31.3).
Greek (Liddell-Scott)
ὑστεροβουλία: ἡ, ἡ μετὰ τὴν πρᾶξιν σκέψις, Ἑβδ. (Παροιμ. ΛΑ΄. 3), Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ, 861Β, Βασίλ. Μέγ. τ. 1, σ. 110C, κλπ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑστεροβουλία· μετάνοια, μετάμελος, ἡ ἐσχάτη βουλή».
Greek Monolingual
η / ὑστεροβουλία, ΝΑ
νεοελλ.
σκέψη ή ενέργεια που κρύβει ιδιοτέλεια
αρχ.
1. σκέψη που γίνεται μετά την εκτέλεση μιας πράξης
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑστεροβουλία
μετάνοια, μετάμελος, ἡ ἐσχάτη βουλή».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + -βουλία (< -βουλος < βουλή), πρβλ. κακο-βουλία].