οἰκητός: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;") |
m (Text replacement - " ;" to ";") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oikitos | |Transliteration C=oikitos | ||
|Beta Code=oi)khto/s | |Beta Code=oi)khto/s | ||
|Definition=ή, όν (ός, όν v. infr.), <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[inhabited]], <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>28</span>, <span class="bibl">39</span>; [[habitable]], διὰ τοὺς συκοφάντας οὐκ οἰκητόν ἐστιν ἐν τῇ πόλει <span class="bibl">Thphr. <span class="title">Char.</span>26.5</span>; οἰκία οἰκητή <span class="bibl">LXX<span class="title">Le.</span>25.29</span>; ζώνη Plu.2.896b ; [[οἰκητὸς]] (as fem.) [αὐλὴ] ἀράχναις μόνον <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Im.</span>2.28</span>.</span> | |Definition=ή, όν (ός, όν v. infr.), <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[inhabited]], <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>28</span>, <span class="bibl">39</span>; [[habitable]], διὰ τοὺς συκοφάντας οὐκ οἰκητόν ἐστιν ἐν τῇ πόλει <span class="bibl">Thphr. <span class="title">Char.</span>26.5</span>; οἰκία οἰκητή <span class="bibl">LXX<span class="title">Le.</span>25.29</span>; ζώνη Plu.2.896b; [[οἰκητὸς]] (as fem.) [αὐλὴ] ἀράχναις μόνον <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Im.</span>2.28</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 08:50, 23 May 2021
English (LSJ)
ή, όν (ός, όν v. infr.), A inhabited, S.OC28, 39; habitable, διὰ τοὺς συκοφάντας οὐκ οἰκητόν ἐστιν ἐν τῇ πόλει Thphr. Char.26.5; οἰκία οἰκητή LXXLe.25.29; ζώνη Plu.2.896b; οἰκητὸς (as fem.) [αὐλὴ] ἀράχναις μόνον Philostr.Im.2.28.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκητός: -ή, -όν, κατῳκημένος, Σοφ. Ο. Κ. 28, 39· οἰκήσιμος, οἰκητὸς (ὡς θηλ.) αὐλὴ ἀράχναις μόνον Φιλόστρ. 853.
French (Bailly abrégé)
ή ou ός, όν :
habité.
Étymologie: οἰκέω.
Greek Monolingual
οἰκητός, -ή, -όν, θηλ. και -ός (Α) οικώ
1. κατοικημένος (α. «ὁ τόπος... ἐστὶ μὴν οἰκητός», Σοφ.
β. «οἰκητὸς (αὐλή) ἀράχναις μόναις», Φιλόστρ.)
2. κατοικήσιμος («ἐὰν δὲ τις ἀποδῶται οἰκίαν οἰκητήν», ΠΔ).
Greek Monotonic
οἰκητός: -ή, -όν (οἰκέω), κατοικημένος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
οἰκητός: населенный, обитаемый (χῶρος Soph.).