οἰκήσιμος

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκήσιμος Medium diacritics: οἰκήσιμος Low diacritics: οικήσιμος Capitals: ΟΙΚΗΣΙΜΟΣ
Transliteration A: oikḗsimos Transliteration B: oikēsimos Transliteration C: oikisimos Beta Code: oi)kh/simos

English (LSJ)

οἰκήσιμον, habitable, Plb.3.55.9, Str.1.4.4, al., Arr.An.6.18.1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
habitable.
Étymologie: οἰκέω.

German (Pape)

bewohnbar; Pol. 3.55.9; Arr. An. 6.18.1.

Russian (Dvoretsky)

οἰκήσιμος: пригодный для жилья (τῶν Ἄλπεων τὰ δενδροφόρα Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰκήσιμος: -ον, κατοικήσιμος, Πολύβ. 3. 55, 9, Ἀρρ. Ἀνάβ. 6. 18.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α οἰκήσιμος, -ον) οίκησις
αυτός που μπορεί να κατοικηθεί, που είναι κατάλληλος για κατοίκηση, κατοικήσιμος («ὑλοφόρα καὶ δενδροφόρα καὶ τὸ ὅλον οἰκήσιμά ἐστιν», Πολ.).

Greek Monotonic

οἰκήσιμος: -ον (οἰκέω), κατοικήσιμος, σε Πολύβ.

Middle Liddell

οἰκήσιμος, ον, οἰκέω
habitable, Polyb.