διάτρητος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> lat. plu. diatreta</i> Mart.12.70<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[perforado]], [[horadado]] ἄγκιστρον Gal.2.668, de conchas <i>PWash.Univ</i>.59.9 (V d.C.), de los comillos de cierta serpiente, Sch.Nic.<i>Th</i>.232a.<br /><b class="num">2</b> [[cincelado]], [[calado]] λίθοι e.e. formando celosías</i> Thdt.<i>Qu</i>.17 <i>in</i> 3<i>Re</i>.6.9 (p.138), <i>Qu</i>.2 <i>in</i> 4<i>Re</i>.1.2 (p.194).<br /><b class="num">II</b> subst., neutr. plu. [[vasos diatreta]], [[vasos de cristal con decoración calada]] Mart.l.c.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> lat. plu. diatreta</i> Mart.12.70<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[perforado]], [[horadado]] ἄγκιστρον Gal.2.668, de conchas <i>PWash.Univ</i>.59.9 (V d.C.), de los comillos de cierta serpiente, Sch.Nic.<i>Th</i>.232a.<br /><b class="num">2</b> [[cincelado]], [[calado]] λίθοι e.e. formando celosías</i> Thdt.<i>Qu</i>.17 <i>in</i> 3<i>Re</i>.6.9 (p.138), <i>Qu</i>.2 <i>in</i> 4<i>Re</i>.1.2 (p.194).<br /><b class="num">II</b> subst., neutr. plu. [[vasos diatreta]], [[vasos de cristal con decoración calada]] Mart.l.c.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[διάτρητος]], -ον) [[διατετραίνω]]<br />αυτός που έχει τρύπες σ’ όλη του την [[έκταση]], κατατρυπημένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «διάτρητα επιχειρήματα», «διάτρητη επιστημονική [[εργασία]]» — αυτός που έχει δεχθεί επιθέσεις και έχει αντικρουστεί επιτυχώς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παράθυρο]] με δικτυωτά κάγκελα («[[οἶκος]]... ἔχων φωταγωγοὺς δικτυοειδεῑς, ἃς διατρήτους ὀνομάζουσιν oἱ πολλοί»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το διάτρωτον</i> (και πληθ.) <i>διάτρητα</i><br />πολύτιμο γυάλινο [[αγγείο]] που περιβάλλεται από δικτυωτά γιάλινα νήματα.
|mltxt=-η, -ο (AM [[διάτρητος]], -ον) [[διατετραίνω]]<br />αυτός που έχει τρύπες σ’ όλη του την [[έκταση]], κατατρυπημένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «διάτρητα επιχειρήματα», «διάτρητη επιστημονική [[εργασία]]» — αυτός που έχει δεχθεί επιθέσεις και έχει αντικρουστεί επιτυχώς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παράθυρο]] με δικτυωτά κάγκελα («[[οἶκος]]... ἔχων φωταγωγοὺς δικτυοειδεῑς, ἃς διατρήτους ὀνομάζουσιν oἱ πολλοί»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το διάτρωτον</i> (και πληθ.) <i>διάτρητα</i><br />πολύτιμο γυάλινο [[αγγείο]] που περιβάλλεται από δικτυωτά γιάλινα νήματα.
}}
}}

Revision as of 09:50, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάτρητος Medium diacritics: διάτρητος Low diacritics: διάτρητος Capitals: ΔΙΑΤΡΗΤΟΣ
Transliteration A: diátrētos Transliteration B: diatrētos Transliteration C: diatritos Beta Code: dia/trhtos

English (LSJ)

ον, A bored through, pierced, Gal.2.668. II cage cup, Latin: vas diatretum, diatretum, pl. cage cups, glass vessels with open-work decoration, Latin: diatreta, Mart.12.70.9.

Greek (Liddell-Scott)

διάτρητος: -ον, διατετρημένος, διατετρυπημένος, Ἰω. Δαμασκ.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): lat. plu. diatreta Mart.12.70
I 1perforado, horadado ἄγκιστρον Gal.2.668, de conchas PWash.Univ.59.9 (V d.C.), de los comillos de cierta serpiente, Sch.Nic.Th.232a.
2 cincelado, calado λίθοι e.e. formando celosías Thdt.Qu.17 in 3Re.6.9 (p.138), Qu.2 in 4Re.1.2 (p.194).
II subst., neutr. plu. vasos diatreta, vasos de cristal con decoración calada Mart.l.c.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM διάτρητος, -ον) διατετραίνω
αυτός που έχει τρύπες σ’ όλη του την έκταση, κατατρυπημένος
νεοελλ.
φρ. «διάτρητα επιχειρήματα», «διάτρητη επιστημονική εργασία» — αυτός που έχει δεχθεί επιθέσεις και έχει αντικρουστεί επιτυχώς
αρχ.
1. παράθυρο με δικτυωτά κάγκελα («οἶκος... ἔχων φωταγωγοὺς δικτυοειδεῑς, ἃς διατρήτους ὀνομάζουσιν oἱ πολλοί»)
2. το ουδ. ως ουσ. το διάτρωτον (και πληθ.) διάτρητα
πολύτιμο γυάλινο αγγείο που περιβάλλεται από δικτυωτά γιάλινα νήματα.