ἐβένινος: Difference between revisions
αἵ τε γὰρ συμφοραὶ ποιοῦσι μακρολόγους → For, in addition, our misfortunes make us long-winded (Appian, Libyca 389.3)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-η, -ον | |dgtxt=-η, -ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἐβελ- Ps.Callisth.1.1B<br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. ἐβένν- <i>PMag</i>.1.279, Cosm.Ind.<i>Top</i>.2.50, ἐβέλλ- <i>PMasp</i>.6ue.90 (VI d.C.)<br />[[de ébano]], [[δίφρος]] <i>CIG</i> 3071.10 (Teos II a.C.), σκυτάλιον <i>ID</i> 1417A.1.164 (II a.C.), cf. Str.15.1.54, ξύλα <i>Peripl.M.Rubri</i> 36, cf. <i>Alch.Fr.Pap</i>.3.39, ῥάβδος <i>PMag</i>.l.c., Cosm.Ind.l.c., Ps.Callisth.1.1B, καμψίον <i>PMasp</i>.l.c. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐβένινος]], -η, -ον<br />Μ και ἐβέλ(λ)ινος, -η, -ον)<br />ο κατασκευασμένος από [[ξύλο]] εβένου («εβένινα έπιπλα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μαύρος]] και [[στιλπνός]] («εβένινα μαλλιά»). | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἐβένινος]], -η, -ον<br />Μ και ἐβέλ(λ)ινος, -η, -ον)<br />ο κατασκευασμένος από [[ξύλο]] εβένου («εβένινα έπιπλα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μαύρος]] και [[στιλπνός]] («εβένινα μαλλιά»). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 20 July 2021
English (LSJ)
η, ον, A of ebony, δίφρος CIG3071 (Teos), cf. Str.15.1.54, Peripl.M.Rubr.36, PMag.Berol.1.279.
German (Pape)
[Seite 700] von Ebenholz, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐβένινος: -η, -ον, ἐξ ἐβένου, Συλλ. Ἐπιγρ. 3071, ἴδε Berkel. εἰς Στέφ. Β. 248Β.
Spanish (DGE)
-η, -ον
• Alolema(s): ἐβελ- Ps.Callisth.1.1B
• Grafía: graf. ἐβένν- PMag.1.279, Cosm.Ind.Top.2.50, ἐβέλλ- PMasp.6ue.90 (VI d.C.)
de ébano, δίφρος CIG 3071.10 (Teos II a.C.), σκυτάλιον ID 1417A.1.164 (II a.C.), cf. Str.15.1.54, ξύλα Peripl.M.Rubri 36, cf. Alch.Fr.Pap.3.39, ῥάβδος PMag.l.c., Cosm.Ind.l.c., Ps.Callisth.1.1B, καμψίον PMasp.l.c.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐβένινος, -η, -ον
Μ και ἐβέλ(λ)ινος, -η, -ον)
ο κατασκευασμένος από ξύλο εβένου («εβένινα έπιπλα»)
νεοελλ.
μαύρος και στιλπνός («εβένινα μαλλιά»).