παρεγγυώ: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν")
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-άω, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[συνιστώ]], [[υποδεικνύω]] (α. «τοῦτ' ἐγὼ παρεγγυῶ», Μένανδρ.<br />β. «εἰρἡνην ἡμῖν παρεγγυᾷ», Επιφάν.)<br /><b>2.</b> [[διατάσσω]], [[εκδίδω]] [[εντολή]] (α. «καθὼς ὁ Νόμος παρεγγυᾷ», Γρηγ. Νύσ.<br />β. «ταῡτα παρηγγύα [[πρός]] τινα», Άννα Κομν.)<br /><b>μσν.</b><br />[[υποδεικνύω]], [[υποδηλώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναθέτω]] σε κάποιον την [[φροντίδα]] («τοῑσι φίλοισι τὸν ξεῖνον παρηγγύα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μεταβιβάζω]] στρατιωτικό [[σύνθημα]] ή [[πρόσταγμα]] σε όλη τη [[γραμμή]] («[[σύνθημα]] παρεγγυήσας [[Ζεὺς]] [[σωτήρ]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[εγγυώμαι]], [[υπόσχομαι]] («σημεῖα δ' ἥξειν τῶνδέ μοι παρηγγύα ἤ σεισμὸν ἤ βροντήν τινα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[βεβαιώνω]] εμπιστευτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐγγυῶ</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[εγγύη]])].
|mltxt=-άω, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[συνιστώ]], [[υποδεικνύω]] (α. «τοῦτ' ἐγὼ παρεγγυῶ», Μένανδρ.<br />β. «εἰρἡνην ἡμῖν παρεγγυᾷ», Επιφάν.)<br /><b>2.</b> [[διατάσσω]], [[εκδίδω]] [[εντολή]] (α. «καθὼς ὁ Νόμος παρεγγυᾷ», Γρηγ. Νύσ.<br />β. «ταῦτα παρηγγύα [[πρός]] τινα», Άννα Κομν.)<br /><b>μσν.</b><br />[[υποδεικνύω]], [[υποδηλώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναθέτω]] σε κάποιον την [[φροντίδα]] («τοῑσι φίλοισι τὸν ξεῖνον παρηγγύα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μεταβιβάζω]] στρατιωτικό [[σύνθημα]] ή [[πρόσταγμα]] σε όλη τη [[γραμμή]] («[[σύνθημα]] παρεγγυήσας [[Ζεὺς]] [[σωτήρ]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[εγγυώμαι]], [[υπόσχομαι]] («σημεῖα δ' ἥξειν τῶνδέ μοι παρηγγύα ἤ σεισμὸν ἤ βροντήν τινα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[βεβαιώνω]] εμπιστευτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐγγυῶ</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[εγγύη]])].
}}
}}

Revision as of 15:50, 25 July 2021

Greek Monolingual

-άω, ΜΑ
1. συνιστώ, υποδεικνύω (α. «τοῦτ' ἐγὼ παρεγγυῶ», Μένανδρ.
β. «εἰρἡνην ἡμῖν παρεγγυᾷ», Επιφάν.)
2. διατάσσω, εκδίδω εντολή (α. «καθὼς ὁ Νόμος παρεγγυᾷ», Γρηγ. Νύσ.
β. «ταῦτα παρηγγύα πρός τινα», Άννα Κομν.)
μσν.
υποδεικνύω, υποδηλώνω
αρχ.
1. αναθέτω σε κάποιον την φροντίδα («τοῑσι φίλοισι τὸν ξεῖνον παρηγγύα», Ηρόδ.)
2. μεταβιβάζω στρατιωτικό σύνθημα ή πρόσταγμα σε όλη τη γραμμήσύνθημα παρεγγυήσας Ζεὺς σωτήρ», Ξεν.)
3. εγγυώμαι, υπόσχομαι («σημεῖα δ' ἥξειν τῶνδέ μοι παρηγγύα ἤ σεισμὸν ἤ βροντήν τινα», Σοφ.)
4. βεβαιώνω εμπιστευτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐγγυῶ (βλ. και λ. εγγύη)].