προσγίνομαι: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς") |
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ, [[προσγίγνομαι]] Α<br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] επιπροσθέτως, [[προστίθεμαι]] («τὸ διὰ τῆς θαλάσσης ἐπιστήμονας [[γενέσθαι]] οὐ ῥᾳδίως αὐτοῖς προσγενήσεται», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμβαίνω]], [[γίνομαι]], [[προξενούμαι]], προκαλούμαι («παντὶ δὲ | |mltxt=ΝΜΑ, [[προσγίγνομαι]] Α<br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] επιπροσθέτως, [[προστίθεμαι]] («τὸ διὰ τῆς θαλάσσης ἐπιστήμονας [[γενέσθαι]] οὐ ῥᾳδίως αὐτοῖς προσγενήσεται», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμβαίνω]], [[γίνομαι]], [[προξενούμαι]], προκαλούμαι («παντὶ δὲ ταῦτα ἐχθρὰ καὶ ἄκοντι προσγίγνεται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έρχομαι]] [[κοντά]] σε κάποιον, [[ιδίως]] ως [[σύμμαχος]] («ὁρῶντες στρατιάν τε [[ἄλλην]] προσγεγενημένην αὐτοῖς», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (σε [[σχέση]] με την [[πολιτική]]) [[υπερασπίζω]], [[συμπαθώ]] κάποιον<br /><b>3.</b> [[προκύπτω]] («πρὸς τῷ θυμοειδεῑ ἔτι προσγενέσθαι [[φιλόσοφος]] τὴν φύσιν», <b>Πλάτ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 15:50, 25 July 2021
English (LSJ)
Ionic and later for προσγίγνομαι.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, προσγίγνομαι Α
1. γίνομαι επιπροσθέτως, προστίθεμαι («τὸ διὰ τῆς θαλάσσης ἐπιστήμονας γενέσθαι οὐ ῥᾳδίως αὐτοῖς προσγενήσεται», Θουκ.)
2. συμβαίνω, γίνομαι, προξενούμαι, προκαλούμαι («παντὶ δὲ ταῦτα ἐχθρὰ καὶ ἄκοντι προσγίγνεται», Πλάτ.)
αρχ.
1. έρχομαι κοντά σε κάποιον, ιδίως ως σύμμαχος («ὁρῶντες στρατιάν τε ἄλλην προσγεγενημένην αὐτοῖς», Θουκ.)
2. (σε σχέση με την πολιτική) υπερασπίζω, συμπαθώ κάποιον
3. προκύπτω («πρὸς τῷ θυμοειδεῑ ἔτι προσγενέσθαι φιλόσοφος τὴν φύσιν», Πλάτ.).