αύθις: Difference between revisions
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
(6) |
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[αὖθις]], (επικ. κ. ιων.) [[αὖτις]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> [[πίσω]] στο ίδιο [[σημείο]] απ' όπου ξεκίνησε [[κανείς]] («[[αὖτις]] βαίνειν», «τὴν αὐτὴν ὁδὸν [[αὖτις]]», «δευρὶ καὖθις ἐκεῑσε»)<br /><b>2.</b> <b>χρον.</b> [[πάλι]], [[ξανά]]<br /><b>3.</b> αργότερα, στο προσεχές [[μέλλον]] ( | |mltxt=[[αὖθις]], (επικ. κ. ιων.) [[αὖτις]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> [[πίσω]] στο ίδιο [[σημείο]] απ' όπου ξεκίνησε [[κανείς]] («[[αὖτις]] βαίνειν», «τὴν αὐτὴν ὁδὸν [[αὖτις]]», «δευρὶ καὖθις ἐκεῑσε»)<br /><b>2.</b> <b>χρον.</b> [[πάλι]], [[ξανά]]<br /><b>3.</b> αργότερα, στο προσεχές [[μέλλον]] («ταῦτα μεταφρασόμεθα καὶ [[αὖθις]]» — αυτά θα τα επανεξετάσουμε [[σύντομα]])<br /><b>4.</b> στο [[εξής]], από δω και [[πέρα]]<br /><b>5.</b> αφετέρου, [[επιπλέον]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> <i>οἱ [[αὖθις]]<br />οι μεταγενέστεροι, οι κατοπινοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[αύθις]] [[καθώς]] και ο [[παράλληλος]] επικ. και ιων. τ. [[αύτις]] (<b>[[πρβλ]].</b> οσκ. <i>auti</i>) ανάγονται στο επίρρ. <i>αυ</i>. Ο τ. [[αύθις]] προήλθε πιθ. από συμφυρμό των [[αύτις]] και [[αύθι]] και το δασύ -<i>θ</i>- του τ. ερμηνεύεται αναλογικά [[προς]] το [[αύθι]] και τα επιρρ. σε -<i>θι</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:53, 25 July 2021
Greek Monolingual
αὖθις, (επικ. κ. ιων.) αὖτις επίρρ. (Α)
1. πίσω στο ίδιο σημείο απ' όπου ξεκίνησε κανείς («αὖτις βαίνειν», «τὴν αὐτὴν ὁδὸν αὖτις», «δευρὶ καὖθις ἐκεῑσε»)
2. χρον. πάλι, ξανά
3. αργότερα, στο προσεχές μέλλον («ταῦτα μεταφρασόμεθα καὶ αὖθις» — αυτά θα τα επανεξετάσουμε σύντομα)
4. στο εξής, από δω και πέρα
5. αφετέρου, επιπλέον
6. φρ. οἱ αὖθις
οι μεταγενέστεροι, οι κατοπινοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αύθις καθώς και ο παράλληλος επικ. και ιων. τ. αύτις (πρβλ. οσκ. auti) ανάγονται στο επίρρ. αυ. Ο τ. αύθις προήλθε πιθ. από συμφυρμό των αύτις και αύθι και το δασύ -θ- του τ. ερμηνεύεται αναλογικά προς το αύθι και τα επιρρ. σε -θι].