εναγώνιος: Difference between revisions
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - " δεῑ " to " δεῖ ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐναγώνιος]], -ον)<br />αυτός που γίνεται με αγώνα ή [[αγωνία]], [[αγωνιώδης]], [[γεμάτος]] [[αγωνία]] («[[πάντα]] τον βίον ἐναγώνιον ἡμῖν [[εἶναι]] | |mltxt=-α, -ο (AM [[ἐναγώνιος]], -ον)<br />αυτός που γίνεται με αγώνα ή [[αγωνία]], [[αγωνιώδης]], [[γεμάτος]] [[αγωνία]] («[[πάντα]] τον βίον ἐναγώνιον ἡμῖν [[εἶναι]] δεῖ καὶ ἐπίπονον», Ιω. Χρυσόστ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αγώνα, συμμετέχει σε αγώνα ή [[είναι]] [[κατάλληλος]] γι' αυτόν («τῆς ἐναγωνίου ὀρχήσεως τῶν χορῶν», Δίον. Αλικ.)<br /><b>2.</b> (για θεούς) [[επιστάτης]], [[έφορος]] τών αγώνων («ἐναγώνιοι θεοί», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή γίνεται σε [[μάχη]] («μαχομένων ἀλαλαγμὸς [[ἐναγώνιος]] ἐχώρει [[κάτω]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>(ρητορ.)</b> αυτός που αφορά σε δίκες, [[κατάλληλος]] για δικανική [[ρητορεία]], [[ορμητικός]]<br /><b>5.</b> (για ύφος) [[ζωηρός]], [[ενεργητικός]], [[έντονος]], [[σφοδρός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εναγωνίως</i><br /><b>1.</b> με αγώνες ή [[αγωνία]], ανυπόμονα, με [[αδημονία]]<br /><b>2.</b> <b>αρχ.</b> με [[ένταση]], έντονα, σφοδρά, ορμητικά. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:29, 2 August 2021
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐναγώνιος, -ον)
αυτός που γίνεται με αγώνα ή αγωνία, αγωνιώδης, γεμάτος αγωνία («πάντα τον βίον ἐναγώνιον ἡμῖν εἶναι δεῖ καὶ ἐπίπονον», Ιω. Χρυσόστ.)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αγώνα, συμμετέχει σε αγώνα ή είναι κατάλληλος γι' αυτόν («τῆς ἐναγωνίου ὀρχήσεως τῶν χορῶν», Δίον. Αλικ.)
2. (για θεούς) επιστάτης, έφορος τών αγώνων («ἐναγώνιοι θεοί», Πίνδ.)
3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή γίνεται σε μάχη («μαχομένων ἀλαλαγμὸς ἐναγώνιος ἐχώρει κάτω», Πλούτ.)
4. (ρητορ.) αυτός που αφορά σε δίκες, κατάλληλος για δικανική ρητορεία, ορμητικός
5. (για ύφος) ζωηρός, ενεργητικός, έντονος, σφοδρός.
επίρρ...
εναγωνίως
1. με αγώνες ή αγωνία, ανυπόμονα, με αδημονία
2. αρχ. με ένταση, έντονα, σφοδρά, ορμητικά.