βολεί: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(7)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>απρόσ.</b><br /><b>1.</b> υπάρχει [[χώρος]], [[ευρυχωρία]]<br /><b>2.</b> [[είναι]] βολετό, δυνατό («θέλουν, μα δε [[βολεί]] να λησμονήσουν», Μαβίλης).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>μτγν.</b> <i>ευβολεί</i> <span style="color: red;"><</span> [[εύβολος]] «επιτυχημένος, [[καλότυχος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> και λ. [[βολεύω]])].
|mltxt=<b>απρόσ.</b><br /><b>1.</b> υπάρχει [[χώρος]], [[ευρυχωρία]]<br /><b>2.</b> [[είναι]] βολετό, δυνατό («θέλουν, μα δε [[βολεί]] να λησμονήσουν», Μαβίλης).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>μτγν.</b> <i>ευβολεί</i> <span style="color: red;"><</span> [[εύβολος]] «επιτυχημένος, [[καλότυχος]]» ([[πρβλ]]. και λ. [[βολεύω]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

απρόσ.
1. υπάρχει χώρος, ευρυχωρία
2. είναι βολετό, δυνατό («θέλουν, μα δε βολεί να λησμονήσουν», Μαβίλης).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ευβολεί < εύβολος «επιτυχημένος, καλότυχος» (πρβλ. και λ. βολεύω)].