δάσμα: Difference between revisions
From LSJ
ὁ ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ → the best quail in the world
m (Text replacement - " " to "") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δάσμα]] (-ατος), το (Α)<br />[[μερίδιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δατέομαι]] ( | |mltxt=[[δάσμα]] (-ατος), το (Α)<br />[[μερίδιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δατέομαι]] ([[πρβλ]]. [[δασμός]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:35, 23 August 2021
English (LSJ)
ατος, τό, (δάσασθαι) A share, portion, Hsch.
German (Pape)
[Seite 523] τό, Antheil, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
δάσμα: τό, (δάσασθαι) = μερίδιον, μέρος, Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ματος, τό reparto, porción Hsch.
Greek Monolingual
δάσμα (-ατος), το (Α)
μερίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δατέομαι (πρβλ. δασμός)].