εκποδών: Difference between revisions

From LSJ

οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκποδών]] (AM)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> έξω από τα πόδια τών άλλων, [[μακριά]] απο τους άλλους («ἐκποδὼν [[διατρίβω]], ἵσταμαι κ.λπ.»)<br /><b>2.</b> έξω απ' τα πόδια κάποιου, [[μακριά]] από κάποιον, [[χωρίς]] να ενοχλείται [[κάποιος]] («ἐκποδὼν χωρήσομαι Ἑκάβῃ», «ἐκποδὼν... τοῦδ' ἔχων μιάσματος»)<br /><b>3.</b> (με προστ.) δηλώνει βίαιη [[αποπομπή]], [[εκδίωξη]] με σκαιὸ τρόπο («[[ἐκποδών]]» — ή «[[ἄπαγε]] σεαυτὸν [[ἐκποδών]]»)<br />ξεκουμπίσου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> (i) «ἐκποδὼν ποιοῡμαί τινα» <br />α) απαλάσσομαι από κάποιον<br />β) [[κάνω]] κάποιον ανίκανο να μέ βλάψει<br />γ) [[θανατώνω]]<br />(ii) «ἐκποδὼν ποιοῡμαί τι» — [[καταστρέφω]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τοπικό επίρρ. <span style="color: red;"><</span> <i>εκ ποδών</i> με [[μεταβολή]] του περισπώμενου τόνου της γενικής <i>ποδών</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πους]]) σε οξύ, [[ήτοι]] με προχωρητική [[κίνηση]] του τόνου στον β' χρόνο της λήγουσας (<b>[[πρβλ]].</b> και [[εμποδών]])].
|mltxt=[[ἐκποδών]] (AM)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> έξω από τα πόδια τών άλλων, [[μακριά]] απο τους άλλους («ἐκποδὼν [[διατρίβω]], ἵσταμαι κ.λπ.»)<br /><b>2.</b> έξω απ' τα πόδια κάποιου, [[μακριά]] από κάποιον, [[χωρίς]] να ενοχλείται [[κάποιος]] («ἐκποδὼν χωρήσομαι Ἑκάβῃ», «ἐκποδὼν... τοῦδ' ἔχων μιάσματος»)<br /><b>3.</b> (με προστ.) δηλώνει βίαιη [[αποπομπή]], [[εκδίωξη]] με σκαιὸ τρόπο («[[ἐκποδών]]» — ή «[[ἄπαγε]] σεαυτὸν [[ἐκποδών]]»)<br />ξεκουμπίσου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> (i) «ἐκποδὼν ποιοῡμαί τινα» <br />α) απαλάσσομαι από κάποιον<br />β) [[κάνω]] κάποιον ανίκανο να μέ βλάψει<br />γ) [[θανατώνω]]<br />(ii) «ἐκποδὼν ποιοῡμαί τι» — [[καταστρέφω]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τοπικό επίρρ. <span style="color: red;"><</span> <i>εκ ποδών</i> με [[μεταβολή]] του περισπώμενου τόνου της γενικής <i>ποδών</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πους]]) σε οξύ, [[ήτοι]] με προχωρητική [[κίνηση]] του τόνου στον β' χρόνο της λήγουσας ([[πρβλ]]. και [[εμποδών]])].
}}
}}

Revision as of 08:44, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἐκποδών (AM)
επίρρ.
1. έξω από τα πόδια τών άλλων, μακριά απο τους άλλους («ἐκποδὼν διατρίβω, ἵσταμαι κ.λπ.»)
2. έξω απ' τα πόδια κάποιου, μακριά από κάποιον, χωρίς να ενοχλείται κάποιος («ἐκποδὼν χωρήσομαι Ἑκάβῃ», «ἐκποδὼν... τοῦδ' ἔχων μιάσματος»)
3. (με προστ.) δηλώνει βίαιη αποπομπή, εκδίωξη με σκαιὸ τρόπο («ἐκποδών» — ή «ἄπαγε σεαυτὸν ἐκποδών»)
ξεκουμπίσου
4. φρ. (i) «ἐκποδὼν ποιοῡμαί τινα»
α) απαλάσσομαι από κάποιον
β) κάνω κάποιον ανίκανο να μέ βλάψει
γ) θανατώνω
(ii) «ἐκποδὼν ποιοῡμαί τι» — καταστρέφω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τοπικό επίρρ. < εκ ποδών με μεταβολή του περισπώμενου τόνου της γενικής ποδών (< πους) σε οξύ, ήτοι με προχωρητική κίνηση του τόνου στον β' χρόνο της λήγουσας (πρβλ. και εμποδών)].