εμποδών
Greek Monolingual
(Α ἐμποδών)
(επίρρ. κατ' αναλογ. προς το ἐκποδών)
1. μέσα στα πόδια, μπρος στα πόδια («κτείνειν πάντα τὸν ἐμποδὼν γινόμενον», Ηρόδ.)
2. ως εμπόδιο, με τρόπο που να δημιουργεί ή να παρουσιάζει εμπόδια («οὐδεὶς ἐμποδών κεῖται νόμος», Ευριπ.)
3. με τρόπο οφθαλμοφανή, εμφανή, φανερό («Χαρίτων Ιερόν ἐμποδὼν ποιοῦνται», Αριστ.)
4. (για χρόνο) αμέσως («παραβάτης δὲ γενόμενος τῶν θεῶν ἐμποδὼν τελευτᾷ», Πολέμ.)
5. φρ. α) «ποιοῦμαι ἐμποδών» — θεωρώ ως εμπόδιο
β) «ἐμποδὼν εἰμὶ τινί τινος» — εμποδίζω κάποιον από κάτι
γ) «ή ἐμποδὼν παιδεία» — η συνηθισμένη, η καθημερινή, η πρόχειρη, η επιπόλαια παιδεία
6. «οἱ μὴ ἐμποδών» — οι απόντες
7. (ενάρθρ. ως ουσ.) το ἐμποδών
το εμπόδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. εμποδών ερμηνεύτηκε είτε ως αναλογικός σχηματισμός κατά το αντίθετο του εκποδών είτε από τη φράση εν ποδών αρχαία χρήση της τοπικής γενικής].