ειλύω: Difference between revisions
Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer
(10) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εἰλύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[περιτυλίσσω]], [[σκεπάζω]]<br /><b>2.</b> κινούμαι κουλουριάζοντας το [[σώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε [[ρίζα]] <i>welu</i>- (αρχ. ελλ. <i>Fελυ</i>-), παρεκτεταμένη [[μορφή]] της αρχικής IE <i>wel</i>- «[[στρέφω]], [[κυλίω]]» (<b>βλ. λ.</b> <i>ειλώ</i>), της οποίας η ύπαρξη επιβεβαιώνεται από τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου «[[γέλουτρον]]<br /><i>Fέλυτρον</i>» που αντιστοιχεί ακριβώς στο αρχ. ινδ. <i>varutra</i> «[[πανωφόρι]]». Το θ. <i>Fελυ</i> απαντά στον αόριστο (<i>F</i>) <i>ελύ</i>-<i>σ</i>-<i>θη</i> ( | |mltxt=[[εἰλύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[περιτυλίσσω]], [[σκεπάζω]]<br /><b>2.</b> κινούμαι κουλουριάζοντας το [[σώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε [[ρίζα]] <i>welu</i>- (αρχ. ελλ. <i>Fελυ</i>-), παρεκτεταμένη [[μορφή]] της αρχικής IE <i>wel</i>- «[[στρέφω]], [[κυλίω]]» (<b>βλ. λ.</b> <i>ειλώ</i>), της οποίας η ύπαρξη επιβεβαιώνεται από τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου «[[γέλουτρον]]<br /><i>Fέλυτρον</i>» που αντιστοιχεί ακριβώς στο αρχ. ινδ. <i>varutra</i> «[[πανωφόρι]]». Το θ. <i>Fελυ</i> απαντά στον αόριστο (<i>F</i>) <i>ελύ</i>-<i>σ</i>-<i>θη</i> ([[πρβλ]]. λατ. <i>volv</i><i>ō</i>), ενώ το -<i>ῡ</i>- στον τ. <i>Fέλῡμα</i> ([[πρβλ]]. λατ. <i>vol</i><i>ū</i><i>men</i>) [[είναι]] υστερογενές. Ο [[ενεστωτικός]] τ. [[ειλύω]], που θα μπορούσε να αναχθεί πιθ. σε τ. <i>Fελ</i>-<i>ν</i>-<i>ύ</i>-<i>ω</i>, θεωρείται [[υστερογενής]] [[σχηματισμός]] από το θ. του παρακμ. <i>είλυ</i>-<i>μαι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>Fε</i>-<i>Fλῡ</i>-<i>μαι</i>), που απαντά [[επίσης]] και στον μέλλ. <i>ειλῡσω</i>, αόρ. <i>ειλύσαι</i> [[καθώς]] και σε πολλούς ονοματικούς τύπους ([[πρβλ]]. [[είλυμα]], [[ειλυθμός]], [[ειλυός]] <b>κ.λπ.</b>). Με την [[ίδια]] [[ρίζα]] [[επίσης]] συνδέεται πιθ. και ο τ. [[αλύτης]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:45, 23 August 2021
Greek Monolingual
εἰλύω (Α)
1. περιτυλίσσω, σκεπάζω
2. κινούμαι κουλουριάζοντας το σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ρίζα welu- (αρχ. ελλ. Fελυ-), παρεκτεταμένη μορφή της αρχικής IE wel- «στρέφω, κυλίω» (βλ. λ. ειλώ), της οποίας η ύπαρξη επιβεβαιώνεται από τη γλώσσα του Ησυχίου «γέλουτρον
Fέλυτρον» που αντιστοιχεί ακριβώς στο αρχ. ινδ. varutra «πανωφόρι». Το θ. Fελυ απαντά στον αόριστο (F) ελύ-σ-θη (πρβλ. λατ. volvō), ενώ το -ῡ- στον τ. Fέλῡμα (πρβλ. λατ. volūmen) είναι υστερογενές. Ο ενεστωτικός τ. ειλύω, που θα μπορούσε να αναχθεί πιθ. σε τ. Fελ-ν-ύ-ω, θεωρείται υστερογενής σχηματισμός από το θ. του παρακμ. είλυ-μαι (< Fε-Fλῡ-μαι), που απαντά επίσης και στον μέλλ. ειλῡσω, αόρ. ειλύσαι καθώς και σε πολλούς ονοματικούς τύπους (πρβλ. είλυμα, ειλυθμός, ειλυός κ.λπ.). Με την ίδια ρίζα επίσης συνδέεται πιθ. και ο τ. αλύτης].