εξάμετρος: Difference between revisions
From LSJ
πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
(12) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἑξάμετρος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για στίχο) αυτός που αποτελείται από έξι [[μέτρα]]<br /><b>2.</b> (για έμμετρο λόγο) αυτός που αποτελείται από εξάμετρους στίχους («ἡ Πυθίη ἐν ἐξαμέτρῳ τόνῳ λέγει [[τάδε]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εξάμετρο</i><br />[[στίχος]] που αποτελείται από έξι μετρικούς πόδες, [[κυρίως]] δακτυλικούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «τονικό εξάμετρο» — [[στίχος]] που αποτελείται από έξι τονικούς δακτύλους<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[πλάτος]] έξι μέτρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξα</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>ἕξ</i> ( | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἑξάμετρος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για στίχο) αυτός που αποτελείται από έξι [[μέτρα]]<br /><b>2.</b> (για έμμετρο λόγο) αυτός που αποτελείται από εξάμετρους στίχους («ἡ Πυθίη ἐν ἐξαμέτρῳ τόνῳ λέγει [[τάδε]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εξάμετρο</i><br />[[στίχος]] που αποτελείται από έξι μετρικούς πόδες, [[κυρίως]] δακτυλικούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «τονικό εξάμετρο» — [[στίχος]] που αποτελείται από έξι τονικούς δακτύλους<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[πλάτος]] έξι μέτρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξα</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>ἕξ</i> ([[πρβλ]]. [[εξάγραμμα]]) <span style="color: red;">+</span> [[μέτρον]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:50, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἑξάμετρος, -ον)
1. (για στίχο) αυτός που αποτελείται από έξι μέτρα
2. (για έμμετρο λόγο) αυτός που αποτελείται από εξάμετρους στίχους («ἡ Πυθίη ἐν ἐξαμέτρῳ τόνῳ λέγει τάδε», Ηρόδ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το εξάμετρο
στίχος που αποτελείται από έξι μετρικούς πόδες, κυρίως δακτυλικούς
νεοελλ.
1. φρ. «τονικό εξάμετρο» — στίχος που αποτελείται από έξι τονικούς δακτύλους
2. αυτός που έχει πλάτος έξι μέτρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + μέτρον.