ευθαλής: Difference between revisions
From LSJ
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ές (ΑΜ [[εὐθαλής]], -ές)<br />αυτός που έχει πλούσια [[βλάστηση]], [[ανάπτυξη]], ο [[θαλερός]] (α. «τοῖς εὐθαλέσι τῶν δένδρων», <b>Πλούτ.</b><br />β. «εβλάστησεν η [[κόρη]]... και [[ευθαλής]]», Διγ. Ακρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐθαλές</i><br />η θαλερότητα («τὸ εὐθαλὲς τῆς ψυχῆς», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>θαλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θάλος]] <span style="color: red;"><</span> [[θάλλω]]), | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ές (ΑΜ [[εὐθαλής]], -ές)<br />αυτός που έχει πλούσια [[βλάστηση]], [[ανάπτυξη]], ο [[θαλερός]] (α. «τοῖς εὐθαλέσι τῶν δένδρων», <b>Πλούτ.</b><br />β. «εβλάστησεν η [[κόρη]]... και [[ευθαλής]]», Διγ. Ακρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐθαλές</i><br />η θαλερότητα («τὸ εὐθαλὲς τῆς ψυχῆς», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>θαλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θάλος]] <span style="color: red;"><</span> [[θάλλω]]), [[πρβλ]]. <i>αμφι</i>-<i>θαλής</i>].<br /><b>(II)</b><br />[[εὐθαλής]], -ές (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) [[εὐθηλής]]<br />[[ακμαίος]], [[ανθηρός]], [[άφθονος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. χρησιμοποιείται [[αντί]] του [[ευθηλής]] και εμφανίζει την εκτεταμένη [[βαθμίδα]] <i>θαλ</i>- ή <i>θηλ</i>- του θ. <i>θαλ</i>- ([[πρβλ]]. <i>ερι</i>-<i>θηλής</i>, <i>ευ</i>-<i>θηλής</i>, <i>νεο</i>-<i>θηλής</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:55, 23 August 2021
Greek Monolingual
(I)
-ές (ΑΜ εὐθαλής, -ές)
αυτός που έχει πλούσια βλάστηση, ανάπτυξη, ο θαλερός (α. «τοῖς εὐθαλέσι τῶν δένδρων», Πλούτ.
β. «εβλάστησεν η κόρη... και ευθαλής», Διγ. Ακρ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐθαλές
η θαλερότητα («τὸ εὐθαλὲς τῆς ψυχῆς», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -θαλής (< θάλος < θάλλω), πρβλ. αμφι-θαλής].
(II)
εὐθαλής, -ές (Α)
(δωρ. τ.) εὐθηλής
ακμαίος, ανθηρός, άφθονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χρησιμοποιείται αντί του ευθηλής και εμφανίζει την εκτεταμένη βαθμίδα θαλ- ή θηλ- του θ. θαλ- (πρβλ. ερι-θηλής, ευ-θηλής, νεο-θηλής)].