επωτίδα: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(14) |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM ἐπωτίς)<br /><b>πληθ.</b> <i>επωτίδες</i><br />δοκοί που προεξέχουν στις δύο πλευρές της πρώρας πλοίου για να κρεμιέται η [[άγκυρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προεκβολή]] ξύλου ή σίδερου στο [[τοίχωμα]] πλοίου, όπου στερεώνουν ή κρεμούν αντικείμενα<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[λαβή]] ποτηριού<br /><b>2.</b> [[εξάρτημα]] πετροβόλου μηχανής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ους</i>, <i>ωτ</i>-<i>ός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ις</i> ( | |mltxt=η (AM ἐπωτίς)<br /><b>πληθ.</b> <i>επωτίδες</i><br />δοκοί που προεξέχουν στις δύο πλευρές της πρώρας πλοίου για να κρεμιέται η [[άγκυρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προεκβολή]] ξύλου ή σίδερου στο [[τοίχωμα]] πλοίου, όπου στερεώνουν ή κρεμούν αντικείμενα<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[λαβή]] ποτηριού<br /><b>2.</b> [[εξάρτημα]] πετροβόλου μηχανής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ους</i>, <i>ωτ</i>-<i>ός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ις</i> ([[πρβλ]]. <i>επ</i>-<i>ωμ</i>-<i>ίς</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:57, 23 August 2021
Greek Monolingual
η (AM ἐπωτίς)
πληθ. επωτίδες
δοκοί που προεξέχουν στις δύο πλευρές της πρώρας πλοίου για να κρεμιέται η άγκυρα
νεοελλ.
1. προεκβολή ξύλου ή σίδερου στο τοίχωμα πλοίου, όπου στερεώνουν ή κρεμούν αντικείμενα
αρχ.-μσν.
1. λαβή ποτηριού
2. εξάρτημα πετροβόλου μηχανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ους, ωτ-ός + κατάλ. -ις (πρβλ. επ-ωμ-ίς)].